Aπαισιόδοξοι
παραμένουν οι εκπρόσωποι των ιδιωτικών κλινικών, οι οποίοι από τη μια
καταμετρούν απώλειες τζίρου που ξεπερνούν τα 750 εκατ. ευρώ την περίοδο
της κρίσης και από την άλλη δεν βλέπουν καλύτερες μέρες παρά μόνο μείωση
του ρυθμού των απωλειών στο 2% ετησίως την περίοδο 2017-2018.
Σύμφωνα με πληροφορίες από εκπροσώπους του κλάδου, το 2016 η συνολική αγορά αναμένεται να διαμορφωθεί σε περίπου 1,35 δισ. ευρώ έναντι 2,12 δισ. ευρώ το 2009, τη χρονιά δηλαδή που είχε σημειωθεί και η υψηλότερη αξία της.
Μάλιστα, σε πρόσφατη έρευνα, στην οποία συμμετείχαν οι κορυφαίοι όμιλοι του κλάδου, αποτυπώνεται ξεκάθαρα η απαισιοδοξία για το μέλλον, καθώς τα αρνητικά στοιχεία που οδήγησαν στη συρρίκνωση του κύκλου εργασιών τα προηγούμενα χρόνια συντηρούνται και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις, όπως ο ΦΠΑ και o φορολογικός συντελεστής, επιδεινώνονται.
Όπως αναφέρουν, η διατήρηση του καθεστώτος rebate και clawback και οι δυσκολίες στη συνεργασία με τον Ενιαίο Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ), σε συνδυασμό με τη μείωση των διαθέσιμων εισοδημάτων λόγω κρίσης, ήταν και παραμένουν οι βασικές αιτίες που έχουν οδηγήσει την αγορά ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας σε επίπεδα προ του 2005 και θα τη μειώσουν περισσότερο.
Η αγορά
Η
συρρίκνωση της συνολικής «πίτας» δημιουργεί σημαντικές δυσκολίες για
την επιβίωση πολλών εταιρειών του κλάδου, ο οποίος παρουσιάζει σημαντική
συγκέντρωση. Σημειώνεται ότι με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία
και την εξέλιξη του 2016, ο υποκλάδος των ιδιωτικών κλινικών κατέχει το
μεγαλύτερο μερίδιο με ποσοστό της τάξης του 60% και ακολουθούν τα
διαγνωστικά κέντρα με 25% και τα μαιευτήρια με 15%.
Ο κλάδος των ιδιωτικών κλινικών φαίνεται μάλιστα να υπέστη σημαντική μείωση μέσα στο 2016 κινούμενος με ρυθμό πτώσης 4%-5% και εκτιμάται ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών θα κλείσει χαμηλότερα των 820 εκατ. ευρώ έναντι περίπου 850 εκατ. ευρώ το 2015.
Μάλιστα, αν επαληθευτεί η πρόβλεψη για περαιτέρω μείωση 2% κατ’ έτος το 2017 και 2018, τότε άμεσα ο συνολικός τζίρος των εταιρειών θα υποχωρήσει κάτω από τα 800 εκατ. ευρώ.
Μείωση των τιμολογίων Θα
πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η μείωση του κύκλου εργασιών έχει να
κάνει και με την τιμολογιακή πολιτική που ακολουθούν οι εταιρείες. Λόγω
της κρίσης, αλλά και της συνεργασίας με ιδιωτικές ασφαλιστικές
εταιρείες, οι επιχειρήσεις ιδιωτικής υγείας αναγκάστηκαν να μειώσουν
σημαντικά τις χρεώσεις.
Σ’ αυτό συνέβαλε και η απόφαση να συμβληθούν υποχρεωτικά για το σύνολο των υπηρεσιών τους με τον ΕΟΠΥΥ, ο οποίος ναι μεν κατηύθυνε προς αυτές πολλούς ασθενείς, από την άλλη όμως δημιούργησε και ζητήματα όσον αφορά τις εξοφλήσεις αλλά και στις απομειώσεις των χρεώσεων μέσω του clawback και του rebate.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς, στις ιδιωτικές κλινικές το μεγαλύτερο μερίδιο, ήτοι το 80%, το κατέχουν οι Γενικές Κλινικές.
Ακολουθούν οι Κλινικές Αποκατάστασης οι οποίες έχουν μερίδιο περί του 8%, οι Νευροψυχιατρικές Κλινικές με 7% και με 5% οι άλλοι τύποι κλινικών. Επίσης οι Νευροψυχιατρικές Κλινικές είναι εκείνες οι οποίες αντιμετωπίζουν και τη μεγαλύτερη υποχώρηση στη δραστηριότητά τους με απώλειες άνω του 50% και συγκεκριμένα ο κύκλος εργασιών τους από περίπου 125 εκατ. ευρώ το 2009 υποχώρησε κάτω από τα 60 εκατ. ευρώ φέτος.
Προοπτικές
Με βάση τα λεγόμενα των διοικήσεων των μεγαλύτερων εταιρειών του χώρου που συμμετέχουν στην έρευνα, τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη αποτελεί η αύξηση στο 24% του ΦΠΑ, που σε πολλές περιπτώσεις αναγκάζονται να απορροφούν για να μην το μετακυλίσουν στους ασθενείς.
Περισσότερο όμως από αυτό εκτιμούν ότι η διατήρηση του καθεστώτος rebate και clawback, καθώς και η καθυστέρηση όσον αφορά την τακτοποίηση των παλαιότερων οφειλών δημιουργούν σημαντικά θέματα βιωσιμότητας.
Σημειώνεται ότι πάνω από το 50% των απωλειών στο συνολικό τζίρο των εταιρειών οφείλεται στην απομείωση των τιμολογήσεων λόγω των δύο αυτών μέτρων.
Όπως υποστηρίζουν οι διοικήσεις των εταιρειών, κομβικό σημείο για τον κλάδο υπηρεσιών αποτελεί η αναδιοργάνωση και οικονομική στήριξη του ΕΟΠΥΥ ώστε να λειτουργεί αποδοτικά σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα προς όφελος των ασθενών.
Σε κάθε περίπτωση κρίνεται αναγκαίος ο καθορισμός του θεσμικού πλαισίου υλοποίησης ή μη της νέας σύμβασης συνεργασίας μεταξύ ΕΟΠΥΥ και ιδιωτικών κλινικών, με ταυτόχρονη παροχή δεσμευτικού χρονοδιαγράμματος αποπληρωμών των συσσωρευμένων οφειλόμενων ποσών προς τους ιδιώτες παρόχους υγείας.
Ο ανταγωνισμός
Η στροφή των πολιτών προς τις υπηρεσίες υγείας του δημόσιου τομέα, λόγω των οικονομικών συνθηκών, έχει εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, καθώς έχει περιοριστεί το μερίδιό τους στη συνολική αγορά.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ ίσης δυναμικότητας και μεγέθους επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ίδια κατηγορία εστιάζεται στην ποιότητα και το εύρος των παρεχόμενων υπηρεσιών, την προσαρμογή στις τεχνολογικές και ιατρικές εξελίξεις, την τιμολογιακή πολιτική, τις προωθητικές ενέργειες (πακέτα προσφορών), την ταχύτητα εξυπηρέτησης, τη γεωγραφική κάλυψη και τη σύναψη συνεργασιών με ασφαλιστικές εταιρείες.
Το δημόσιο σύστημα υγείας, παρά τις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία έτη, εξακολουθεί να παρουσιάζει διαρθρωτικά και λειτουργικά προβλήματα. Τα κυριότερα εξ αυτών είναι: η ανεπάρκεια ως προς την κάλυψη της ζήτησης εξωνοσοκομειακής περίθαλψης, η μεγάλη περίοδος αναμονής, η έλλειψη προσωπικού, η έλλειψη βασικών ιατρικών ειδικοτήτων σε περιοχές της περιφέρειας, οι περιορισμένες υποδομές σε κτήρια και ιατρομηχανολογικό εξοπλισμό και η έλλειψη ποιοτικών «ξενοδοχειακών υπηρεσιών».
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα γραφειοκρατικά προβλήματα της δημόσιας ασφάλισης υγείας, ενισχύουν τη ζήτηση για ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας για τους ασθενείς που έχουν την ανάλογη οικονομική δυνατότητα.
Στο πλαίσιο αυτό οι ιδιωτικές κλινικές στράφηκαν στον εμπλουτισμό των παρεχόμενων υπηρεσιών τους και στην ταχύτητα ανταπόκρισης προς τον ασθενή, με επέκταση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων για στέγαση νέων τμημάτων. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι αρκετές ιδιωτικές κλινικές περιλαμβάνουν από τμήματα μαιευτικής κλινικής μέχρι και διαγνωστικά κέντρα, έτσι ώστε να καλύπτουν ευρύτερο φάσμα υπηρεσιών.
Ένα ακόμα πεδίο ανταγωνισμού που παρατηρείται στον κλάδο της ιδιωτικής παροχής υπηρεσιών υγείας είναι η επέκταση των συνεργασιών των ιδιωτικών μονάδων με ασφαλιστικές εταιρείες, για την κάλυψη νοσηλίων μεγαλύτερου εύρους ασθενών.
Η συγκέντρωση
Η αγορά των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένη, παρά τη λειτουργία σημαντικού αριθμού εταιρειών. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στον χώρο των Ιδιωτικών Γενικών Κλινικών, το Ιατρικό Αθηνών, ΙΑΤΡ+3,17% το Υγεία και το Metropolitan κατέχουν μερίδιο της τάξης του 50% στο σύνολο του κλάδου.
Αν σε αυτές προστεθεί και η δραστηριότητα των υπόλοιπων 6 μεγαλύτερων εταιρειών, τότε το συνολικό μερίδιο των 9 εταιρειών ξεπερνά το 80%.
Στην αγορά των ιδιωτικών μαιευτικών κλινικών, η συγκέντρωση είναι ακόμη μεγαλύτερη, με τα Ιασώ και Μητέρα να κατέχουν μερίδιο άνω του 50%. Βέβαια, η συγκεκριμένη δραστηριότητα δεν αφορά μόνο τους τοκετούς, αλλά και μια σειρά ιατρικές εργασίες που αφορούν σε παθήσεις των γυναικών. Από πλευράς γεννήσεων η διάρθρωση της αγοράς δεν είναι τόσο συγκεντρωμένη.
Στα διαγνωστικά κέντρα είναι γνωστό ότι υψηλό μερίδιο, που φτάνει έως και το 30%, κατέχει η Βιοϊατρική. Από κει και πέρα, τα μερίδια είναι σημαντικά χαμηλότερα κι έτσι οι 12 πλέον μεγαλύτερες εταιρείες διαχείρισης ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων κατέχουν μερίδιο λίγο υψηλότερο του 50%.
Σύμφωνα με πληροφορίες από εκπροσώπους του κλάδου, το 2016 η συνολική αγορά αναμένεται να διαμορφωθεί σε περίπου 1,35 δισ. ευρώ έναντι 2,12 δισ. ευρώ το 2009, τη χρονιά δηλαδή που είχε σημειωθεί και η υψηλότερη αξία της.
Μάλιστα, σε πρόσφατη έρευνα, στην οποία συμμετείχαν οι κορυφαίοι όμιλοι του κλάδου, αποτυπώνεται ξεκάθαρα η απαισιοδοξία για το μέλλον, καθώς τα αρνητικά στοιχεία που οδήγησαν στη συρρίκνωση του κύκλου εργασιών τα προηγούμενα χρόνια συντηρούνται και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις, όπως ο ΦΠΑ και o φορολογικός συντελεστής, επιδεινώνονται.
Όπως αναφέρουν, η διατήρηση του καθεστώτος rebate και clawback και οι δυσκολίες στη συνεργασία με τον Ενιαίο Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ), σε συνδυασμό με τη μείωση των διαθέσιμων εισοδημάτων λόγω κρίσης, ήταν και παραμένουν οι βασικές αιτίες που έχουν οδηγήσει την αγορά ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας σε επίπεδα προ του 2005 και θα τη μειώσουν περισσότερο.
Η αγορά
Ο κλάδος των ιδιωτικών κλινικών φαίνεται μάλιστα να υπέστη σημαντική μείωση μέσα στο 2016 κινούμενος με ρυθμό πτώσης 4%-5% και εκτιμάται ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών θα κλείσει χαμηλότερα των 820 εκατ. ευρώ έναντι περίπου 850 εκατ. ευρώ το 2015.
Μάλιστα, αν επαληθευτεί η πρόβλεψη για περαιτέρω μείωση 2% κατ’ έτος το 2017 και 2018, τότε άμεσα ο συνολικός τζίρος των εταιρειών θα υποχωρήσει κάτω από τα 800 εκατ. ευρώ.
Σ’ αυτό συνέβαλε και η απόφαση να συμβληθούν υποχρεωτικά για το σύνολο των υπηρεσιών τους με τον ΕΟΠΥΥ, ο οποίος ναι μεν κατηύθυνε προς αυτές πολλούς ασθενείς, από την άλλη όμως δημιούργησε και ζητήματα όσον αφορά τις εξοφλήσεις αλλά και στις απομειώσεις των χρεώσεων μέσω του clawback και του rebate.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς, στις ιδιωτικές κλινικές το μεγαλύτερο μερίδιο, ήτοι το 80%, το κατέχουν οι Γενικές Κλινικές.
Ακολουθούν οι Κλινικές Αποκατάστασης οι οποίες έχουν μερίδιο περί του 8%, οι Νευροψυχιατρικές Κλινικές με 7% και με 5% οι άλλοι τύποι κλινικών. Επίσης οι Νευροψυχιατρικές Κλινικές είναι εκείνες οι οποίες αντιμετωπίζουν και τη μεγαλύτερη υποχώρηση στη δραστηριότητά τους με απώλειες άνω του 50% και συγκεκριμένα ο κύκλος εργασιών τους από περίπου 125 εκατ. ευρώ το 2009 υποχώρησε κάτω από τα 60 εκατ. ευρώ φέτος.
Προοπτικές
Με βάση τα λεγόμενα των διοικήσεων των μεγαλύτερων εταιρειών του χώρου που συμμετέχουν στην έρευνα, τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη αποτελεί η αύξηση στο 24% του ΦΠΑ, που σε πολλές περιπτώσεις αναγκάζονται να απορροφούν για να μην το μετακυλίσουν στους ασθενείς.
Περισσότερο όμως από αυτό εκτιμούν ότι η διατήρηση του καθεστώτος rebate και clawback, καθώς και η καθυστέρηση όσον αφορά την τακτοποίηση των παλαιότερων οφειλών δημιουργούν σημαντικά θέματα βιωσιμότητας.
Σημειώνεται ότι πάνω από το 50% των απωλειών στο συνολικό τζίρο των εταιρειών οφείλεται στην απομείωση των τιμολογήσεων λόγω των δύο αυτών μέτρων.
Όπως υποστηρίζουν οι διοικήσεις των εταιρειών, κομβικό σημείο για τον κλάδο υπηρεσιών αποτελεί η αναδιοργάνωση και οικονομική στήριξη του ΕΟΠΥΥ ώστε να λειτουργεί αποδοτικά σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα προς όφελος των ασθενών.
Σε κάθε περίπτωση κρίνεται αναγκαίος ο καθορισμός του θεσμικού πλαισίου υλοποίησης ή μη της νέας σύμβασης συνεργασίας μεταξύ ΕΟΠΥΥ και ιδιωτικών κλινικών, με ταυτόχρονη παροχή δεσμευτικού χρονοδιαγράμματος αποπληρωμών των συσσωρευμένων οφειλόμενων ποσών προς τους ιδιώτες παρόχους υγείας.
Ο ανταγωνισμός
Η στροφή των πολιτών προς τις υπηρεσίες υγείας του δημόσιου τομέα, λόγω των οικονομικών συνθηκών, έχει εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, καθώς έχει περιοριστεί το μερίδιό τους στη συνολική αγορά.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ ίσης δυναμικότητας και μεγέθους επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ίδια κατηγορία εστιάζεται στην ποιότητα και το εύρος των παρεχόμενων υπηρεσιών, την προσαρμογή στις τεχνολογικές και ιατρικές εξελίξεις, την τιμολογιακή πολιτική, τις προωθητικές ενέργειες (πακέτα προσφορών), την ταχύτητα εξυπηρέτησης, τη γεωγραφική κάλυψη και τη σύναψη συνεργασιών με ασφαλιστικές εταιρείες.
Το δημόσιο σύστημα υγείας, παρά τις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία έτη, εξακολουθεί να παρουσιάζει διαρθρωτικά και λειτουργικά προβλήματα. Τα κυριότερα εξ αυτών είναι: η ανεπάρκεια ως προς την κάλυψη της ζήτησης εξωνοσοκομειακής περίθαλψης, η μεγάλη περίοδος αναμονής, η έλλειψη προσωπικού, η έλλειψη βασικών ιατρικών ειδικοτήτων σε περιοχές της περιφέρειας, οι περιορισμένες υποδομές σε κτήρια και ιατρομηχανολογικό εξοπλισμό και η έλλειψη ποιοτικών «ξενοδοχειακών υπηρεσιών».
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα γραφειοκρατικά προβλήματα της δημόσιας ασφάλισης υγείας, ενισχύουν τη ζήτηση για ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας για τους ασθενείς που έχουν την ανάλογη οικονομική δυνατότητα.
Στο πλαίσιο αυτό οι ιδιωτικές κλινικές στράφηκαν στον εμπλουτισμό των παρεχόμενων υπηρεσιών τους και στην ταχύτητα ανταπόκρισης προς τον ασθενή, με επέκταση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων για στέγαση νέων τμημάτων. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι αρκετές ιδιωτικές κλινικές περιλαμβάνουν από τμήματα μαιευτικής κλινικής μέχρι και διαγνωστικά κέντρα, έτσι ώστε να καλύπτουν ευρύτερο φάσμα υπηρεσιών.
Ένα ακόμα πεδίο ανταγωνισμού που παρατηρείται στον κλάδο της ιδιωτικής παροχής υπηρεσιών υγείας είναι η επέκταση των συνεργασιών των ιδιωτικών μονάδων με ασφαλιστικές εταιρείες, για την κάλυψη νοσηλίων μεγαλύτερου εύρους ασθενών.
Η συγκέντρωση
Η αγορά των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένη, παρά τη λειτουργία σημαντικού αριθμού εταιρειών. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στον χώρο των Ιδιωτικών Γενικών Κλινικών, το Ιατρικό Αθηνών, ΙΑΤΡ+3,17% το Υγεία και το Metropolitan κατέχουν μερίδιο της τάξης του 50% στο σύνολο του κλάδου.
Αν σε αυτές προστεθεί και η δραστηριότητα των υπόλοιπων 6 μεγαλύτερων εταιρειών, τότε το συνολικό μερίδιο των 9 εταιρειών ξεπερνά το 80%.
Στην αγορά των ιδιωτικών μαιευτικών κλινικών, η συγκέντρωση είναι ακόμη μεγαλύτερη, με τα Ιασώ και Μητέρα να κατέχουν μερίδιο άνω του 50%. Βέβαια, η συγκεκριμένη δραστηριότητα δεν αφορά μόνο τους τοκετούς, αλλά και μια σειρά ιατρικές εργασίες που αφορούν σε παθήσεις των γυναικών. Από πλευράς γεννήσεων η διάρθρωση της αγοράς δεν είναι τόσο συγκεντρωμένη.
Στα διαγνωστικά κέντρα είναι γνωστό ότι υψηλό μερίδιο, που φτάνει έως και το 30%, κατέχει η Βιοϊατρική. Από κει και πέρα, τα μερίδια είναι σημαντικά χαμηλότερα κι έτσι οι 12 πλέον μεγαλύτερες εταιρείες διαχείρισης ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων κατέχουν μερίδιο λίγο υψηλότερο του 50%.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου