Προς πλήρη ανατροπή οδηγούνται οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας,
ενώ ενδείξεις αποσταθεροποίησης υπάρχουν και στις ευρωτουρκικές
σχέσεις, παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση στα συμπεράσματα της
Συνόδου Κορυφής της 24ης Οκτωβρίου ήταν ιδιαίτερα ανεκτική έναντι της
επιθετικότητας της γείτονος στην Κύπρο. Στην Αθήνα, στο υπουργείο
Εξωτερικών αλλά και στην κυβέρνηση συνολικά, ζουν με τον εφιάλτη της
επόμενης κίνησης της Τουρκίας εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας ή
στο Αιγαίο, κυρίως κοντά στο Καστελόριζο, με πολλούς διπλωμάτες να
θεωρούν θέμα χρόνου να υπάρξει μεγάλη όξυνση στις ελληνοτουρκικές
σχέσεις.
Στο παρασκήνιο τα πνεύματα έχουν οξυνθεί, και, διατυπώνονται πολύ σκληρές φράσεις από Έλληνες και τούρκους διπλωμάτες. Στην Άγκυρα δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι θα στηθεί εξέδρα στην Κυπριακή ΑΟΖ, αφήνουν υπαινιγμούς για έρευνες στο Καστελλόριζο και απειλούν ανοιχτά με θερμό επεισόδιο!
Από ελληνικής πλευράς σημειώνουν ότι η τοποθέτηση εξέδρας στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας ή οι έρευνες στο Καστελλόριζο ξεπερνούν τα όρια και κατά συνέπεια τέτοιες εξελίξεις δεν θα γίνουν ανεκτές.
Αυτό που προς το παρόν δεν ξέρουμε τι σημαίνει, είναι η φράση «αυτό δεν γίνεται ανεκτό». Μπορεί να μην οδηγεί σε πόλεμο, ένταση όμως σίγουρα πυροδοτεί. Άρα, το ζήτημα είναι αν μία ραγδαία όξυνση μπορεί να είναι ελεγχόμενη ή μη.
Στο πλαίσιο αυτό, αναζητούνται τρόποι που θα επιφέρουν κόστος στην Τουρκία, η οποία είναι, κατά την έκφραση των Ελλήνων διπλωματών «αφιονισμένη». Η σύμπηξη συμμάχων δεν ήταν στις προτεραιότητες της Αθήνας κι έτσι η θέση της χώρας στην ΕΕ και στους διεθνείς οργανισμούς κατέρρευσε. Με απλά λόγια, οι συμμαχίες θέλουν συγκεκριμένο σχέδιο, αποφασιστικότητα και επιμονή. Τη δεδομένη στιγμή, πάντως, υπάρχουν δύο σημαντικές παράμετροι στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας που μπορεί, αν υπάρξει σταθερό σχέδιο και αποφασιστικότητα, να φέρουν αποτελέσματα. Αν, βέβαια, η Ελλάδα εμμείνει στην ίδια απαράδεκτη τακτική που υιοθέτησε στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, οι συνέπειες θα είναι τεράστιες για τη χώρα.
Τουρκικό δίλημμα για το ευρωπαϊκό προφίλ
Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ανέκαθεν στρατηγική επιλογή της Τουρκίας, θέση που πρόσφατα επανέλαβε, άλλωστε, ο Ταγίπ Ερντογάν με το έγγραφο που κατέθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Προφανώς ο Τούρκος Πρόεδρος χρησιμοποίησε την Ένωση για την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις στη χώρα του, προκειμένου να εξοντώσει το κεμαλικό κατεστημένο και τα κατάφερε. Τώρα, όμως, πρέπει να αποφασίσει επί της ουσίας: ναι ή όχι στην Ε.Ε.;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Με βάση τις διπλωματικές πηγές, Ευρωπαίοι διπλωμάτες στην Άγκυρα σε επαφές που είχαν τις τελευταίες ημέρες με τούρκους αξιωματούχους, πήραν διφορούμενες απαντήσεις. Ως προς την Κύπρο δήλωναν ότι θα φέρουν εις πέρας το σχέδιό τους για συνεκμετάλλευση ακόμη δια της βίας, ακόμη κι αν αυτό τους στοιχίσει την ένταξη στην Ε.Ε. Ως προς τις ευρωτουρκικές σχέσεις, έλεγαν ότι μπορεί να υπάρξει παροδική ένταση, όπως όμως τόνιζαν, η Τουρκία είναι μία μεγάλη χώρα, την οποία η Ε.Ε. δεν μπορεί να αγνοήσει.
Ανάμεσα σε αυτές τις δύο απόψεις υπάρχουν η Ελλάδα, η Κυπριακή Δημοκρατία και ορισμένες χώρες – μέλη της Ε.Ε. που δεν θέλουν την Τουρκία στην Ένωση. Είναι η Γερμανία, η Γαλλία και η Αυστρία. Σημειώνεται εδώ η στάση της Ιταλίας, που σιώπησε προκλητικά στο θέμα της ΑΟΖ, παρά το γεγονός ότι έχει την Προεδρία της Ε.. και παρόλο που η ιταλική ΕΝΙ διεξάγει έρευνες στο επίμαχο οικόπεδο της Κυπριακής ΑΟΖ. Κι αυτό γιατί η Ιταλία είναι μέλος του κλαμπ των «φίλων της Τουρκίας», μαζί με την Αγγλία, τη Σουηδία, την Ισπανία και άλλα κράτη που θέλουν την ένταξη της γείτονος στην Ε.Ε.
Ήπιο χτύπημα στην αδιαλλαξία της Άγκυρας
Σε πρώτη φάση η ελληνική κυβέρνηση απέτυχε παταγωδώς να προκαλέσει πρόβλημα στην Τουρκία μέσω της Ε.Ε. Τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής ήταν απογοητευτικά. Η φράση ότι «η αναγνώριση όλων των κρατών – μελών αποτελεί απαραίτητη συνιστώσα της διαδικασίας προσχώρησης» είναι αστεία και πολλά βήματα πίσω από την αναφορά στην αντιδήλωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Σεπτεμβρίου 2005 –σε απάντηση στη δήλωση της Τουρκίας ότι δεν πρόκειται να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία- που ανέφερε ρητά ως προς τις υποχρεώσεις της γείτονος ότι «σε αυτές συγκαταλέγονται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Τουρκίας δυνάμει της Συμφωνίας Σύνδεσης και του πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, η ολοσχερής τήρηση των οποίων θα αξιολογηθεί το 2006».
Σε αναφορά της για την ενταξιακή πορεία της Άγκυρας, εμμέσως και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η Ε.Ε. τόνιζε: «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλεί την Τουρκία να εντείνει τη μεταρρυθμιστική διαδικασία και να την εφαρμόσει πλήρως και αποτελεσματικά ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα είναι αμετάκλητη και βιώσιμη, επίσης δε να σημειώσει πρόοδο στην πλήρη εκπλήρωση των πολιτικών κριτηρίων της Κοπεγχάγης, όπου συμπεριλαμβάνεται η δέσμευσή της για σχέσεις καλής γειτονίας. Στη συνάρτηση αυτή πρέπει να αποφεύγεται κάθε πράξη η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τη διαδικασία ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών».
Την 12η Ιουνίου 2006, μάλιστα, η Ε.Ε. επανέρχεται στο θέμα και απευθύνει νέα προειδοποίηση στην Άγκυρα: «Η ΕΕ υπογραμμίζει τη σημασία η Τουρκία να συμμορφωθεί με τη Συμφωνία Σύνδεσης, συμπεριλαμβανομένων του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και της Τελωνειακής Ένωσης, όπως επίσης και της Εταιρικής Σχέσης, τα οποία αποτελούν βασικό στοιχείο της προενταξιακής στρατηγικής. Η μη πλήρης εφαρμογή των υποχρεώσεων θα επηρεάσει τη συνολική πρόοδο των διαπραγματεύσεων».
Τα χρόνια πέρασαν, οι διατυπώσεις αυτές, με ευθύνη της Αθήνας και της Λευκωσίας, δεν χρησιμοποιήθηκαν σε πολιτικό επίπεδο και μοιραία ξεχάστηκαν. Έτσι ήρθαν τα Συμπεράσματα της 24ης Οκτωβρίου για να διαπιστώσουμε μία σημαντική διολίσθηση στην αναφορά που προαναφέρθηκε και που αποτελεί «χάδι» στην Τουρκία. Υπό το πρίσμα αυτό, και όσο η Τουρκία έχει στρατηγική στόχευση την ένταξη στην Ε.Ε., η Ελλάδα οφείλει να κινηθεί αποφασιστικά και να προκαλέσει κόστος στη γείτονα. Όσο δεν το πράττει, η Τουρκία θα αποθρασύνεται.
Η Ελλάδα βρίσκεται πολύ μακριά, σχεδόν απουσιάζει από τους διεθνείς οργανισμούς. Η τάση αυτή τη στιγμή μπορεί να είναι κατά την λήψης μέτρων εναντίον της Τουρκίας, ωστόσο τα πράγματα δεν θα είναι πάντα έτσι και ήδη προβληματίζει η στάση της Άγκυρας. Η αξιοποίηση των αδυναμιών της Τουρκίας, οι σχέσεις της με τους τζιχαντιστές και η επιθετική της συμπεριφορά δεν θα αργήσουν να οδηγήσουν σε νέες πολιτικές. Το κρίσιμο είναι σε αυτές τις πολιτικές να είναι παρούσα η Ελλάδα ώστε να μην βρεθεί στο περιθώριο και ληφθούν ερήμην της αποφάσεις που θα έχουν κόστος.
Σε κύκλους Ελλήνων διπλωματών επικρατεί η αίσθηση ότι είναι θέμα χρόνου να εκδηλωθούν έντονες αντιδράσεις κατά της Τουρκίας σε δυνάμεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στα Ευρωπαϊκά και αμερικανικά ΜΜΕ κα σε οργανώσεις υπεράσπισης των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Για την ώρα, βέβαια, όλα αυτά δεν φαίνεται να πτοούν την Άγκυρα, ως εκ τούτου μόνο σε περίπτωση συνολικής αντίδρασης σε επίπεδο κορυφής μπορεί να υπάρξουν αποτελέσματα. Μία αυστηρή απόφαση για την Τουρκία είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει προβλήματα.
Σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, στο παρασκήνιο οι «φίλοι της Τουρκίας» κινούνται με στόχο να «τεστάρουν» Αθήνα και Λευκωσία, προτείνοντας να ανοίξει έστω ένα Κεφάλαιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Βέβαια, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, είτε επιστρέψει στις διαπραγματεύσεις χωρίς να πάρει το παραμικρό είτε δεχτεί να ανοίξει έστω ένα Κεφάλαιο, θα κλείσει άδοξα τον πολιτικό του κύκλο.
Όλα συγκλίνουν ότι από τώρα μέχρι και τη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου προιωνίζονται πολλές συζητήσεις, εντάσεις και πυκνά γεγονότα, που πιθανότατα θα επηρεάσουν για χρόνια τις ευρωτουρκικές, όπως και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είναι προφανές ότι και πιέσεις ήπιας προσέγγισης θα υπάρξουν αλλά και οι απειλές της Τουρκίας θα οξυνθούν. Επομένως είναι κορυφαία ευθύνη της Ελληνικής κυβέρνησης να προετοιμαστεί κατάλληλα και να έχει πολιτική αντίστοιχη των περιστάσεων στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής.
Νέα τριμερής
Στο μεταξύ οργιάζει το παρασκήνιο στην Ανατολική Μεσόγειο. Μπορεί η Τουρκία προς το παρόν να έχει εξασφαλίσει την ανοχή αρκετών μεγάλων χωρών, εκδηλώνονται όμως και αντισυσπειρώσεις χωρών που θεωρούν απειλητική και παράλογη τη στάση της. Άλλωστε, ένας από τους λόγους που η Άγκυρα λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί, είναι ακριβώς οι νέες συμμαχίες που οικοδομούνται στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως πολλές φορές έχουμε επισημάνει.
Στις 8 Νοεμβρίου θα πραγματοποιηθεί η τριμερής συνάντηση Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου. Η αυξημένη συνεργασία των τριών χωρών σε όλα τα επίπεδα, δημιουργεί νέα δεδομένα, που ανησυχούν την Τουρκία. Όμως η τελευταία με δική της ευθύνη έχει αποκλειστεί από τη συγκεκριμένη συνεργασία, καθώς έχει εγκλωβιστεί στο τρίγωνο Νοτιοανατολική Τουρκία – Ιράκ – Συρία και στο νεοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η τριμερής αναμένεται να είναι ένα βήμα μπροστά από τις προηγούμενες συναντήσεις και να λαμβάνει υπόψη της τα προβλήματα ασφαλείας που απασχολούν κυβερνήσεις και λαούς. Ένα ακόμη βήμα θα γίνει με τη συνάντηση των γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών Ελλάδας και Ισραήλ στις 12 Νοεμβρίου, που θα προετοιμάσουν τη συνάντηση κορυφής των δύο χωρών.
Έχουμε τονίσει ότι η ενδεδειγμένη πολιτική συμμαχιών της Ελλάδας στην περιοχή οφείλει να συμπεριλαμβάνει το Ιράν, που έχει κομβικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Και η τριμερής Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου είναι το πρώτο βήμα, γιατί οι τρεις χώρες μπορούν να συνομιλούν και με το Ισραήλ και με το Ιράν, αφού οι δύο τελευταίες χώρες δεν έχουν απευθείας επαφές. Στο σύνολό τους, οι πέντε χώρες έχουν ανοιχτά μέτωπα με την Τουρκία με αποκλειστική ευθύνη της Άγκυρας, πράγμα που δυσκολεύει ακόμη και τις Ηνωμένες Πολιτείες να δημιουργήσουν προσκόμματα, καθώς η επιθετική στάση της γείτονος και η αλαζονεία της προκαλούν αυτοματισμούς ανάσχεσης αυτής της πολιτικής.
Τι θα πράξει το ΝΑΤΟ;
Με ελληνική πρωτοβουλία, η συμπεριφορά της Τουρκίας θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ιστορικά, η Συμμαχία ουδέποτε κινήθηκε εις βάρος της Άγκυρας και τώρα, λόγω της κρίσης στη Μέση Ανατολή, είναι αμφίβολο αν μπορεί η Αθήνα να πετύχει κάτι. Η χώρα μας ωστόσο, θα καταθέσει στη Συμμαχία πλήρη φάκελο με τη στάση της Τουρκίας στο Αιγαίο, την Κύπρο και την ευρύτερη περιοχή, προκειμένου να καταδείξει ότι η τελευταία στρέφεται όχι μόνο κατά της Ελλάδας, αλλά και κατά των δυτικών συμφερόντων στην περιοχή.
Στο παρασκήνιο τα πνεύματα έχουν οξυνθεί, και, διατυπώνονται πολύ σκληρές φράσεις από Έλληνες και τούρκους διπλωμάτες. Στην Άγκυρα δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι θα στηθεί εξέδρα στην Κυπριακή ΑΟΖ, αφήνουν υπαινιγμούς για έρευνες στο Καστελλόριζο και απειλούν ανοιχτά με θερμό επεισόδιο!
Από ελληνικής πλευράς σημειώνουν ότι η τοποθέτηση εξέδρας στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας ή οι έρευνες στο Καστελλόριζο ξεπερνούν τα όρια και κατά συνέπεια τέτοιες εξελίξεις δεν θα γίνουν ανεκτές.
Αυτό που προς το παρόν δεν ξέρουμε τι σημαίνει, είναι η φράση «αυτό δεν γίνεται ανεκτό». Μπορεί να μην οδηγεί σε πόλεμο, ένταση όμως σίγουρα πυροδοτεί. Άρα, το ζήτημα είναι αν μία ραγδαία όξυνση μπορεί να είναι ελεγχόμενη ή μη.
Στο πλαίσιο αυτό, αναζητούνται τρόποι που θα επιφέρουν κόστος στην Τουρκία, η οποία είναι, κατά την έκφραση των Ελλήνων διπλωματών «αφιονισμένη». Η σύμπηξη συμμάχων δεν ήταν στις προτεραιότητες της Αθήνας κι έτσι η θέση της χώρας στην ΕΕ και στους διεθνείς οργανισμούς κατέρρευσε. Με απλά λόγια, οι συμμαχίες θέλουν συγκεκριμένο σχέδιο, αποφασιστικότητα και επιμονή. Τη δεδομένη στιγμή, πάντως, υπάρχουν δύο σημαντικές παράμετροι στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας που μπορεί, αν υπάρξει σταθερό σχέδιο και αποφασιστικότητα, να φέρουν αποτελέσματα. Αν, βέβαια, η Ελλάδα εμμείνει στην ίδια απαράδεκτη τακτική που υιοθέτησε στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, οι συνέπειες θα είναι τεράστιες για τη χώρα.
Τουρκικό δίλημμα για το ευρωπαϊκό προφίλ
Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ανέκαθεν στρατηγική επιλογή της Τουρκίας, θέση που πρόσφατα επανέλαβε, άλλωστε, ο Ταγίπ Ερντογάν με το έγγραφο που κατέθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Προφανώς ο Τούρκος Πρόεδρος χρησιμοποίησε την Ένωση για την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις στη χώρα του, προκειμένου να εξοντώσει το κεμαλικό κατεστημένο και τα κατάφερε. Τώρα, όμως, πρέπει να αποφασίσει επί της ουσίας: ναι ή όχι στην Ε.Ε.;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Με βάση τις διπλωματικές πηγές, Ευρωπαίοι διπλωμάτες στην Άγκυρα σε επαφές που είχαν τις τελευταίες ημέρες με τούρκους αξιωματούχους, πήραν διφορούμενες απαντήσεις. Ως προς την Κύπρο δήλωναν ότι θα φέρουν εις πέρας το σχέδιό τους για συνεκμετάλλευση ακόμη δια της βίας, ακόμη κι αν αυτό τους στοιχίσει την ένταξη στην Ε.Ε. Ως προς τις ευρωτουρκικές σχέσεις, έλεγαν ότι μπορεί να υπάρξει παροδική ένταση, όπως όμως τόνιζαν, η Τουρκία είναι μία μεγάλη χώρα, την οποία η Ε.Ε. δεν μπορεί να αγνοήσει.
Ανάμεσα σε αυτές τις δύο απόψεις υπάρχουν η Ελλάδα, η Κυπριακή Δημοκρατία και ορισμένες χώρες – μέλη της Ε.Ε. που δεν θέλουν την Τουρκία στην Ένωση. Είναι η Γερμανία, η Γαλλία και η Αυστρία. Σημειώνεται εδώ η στάση της Ιταλίας, που σιώπησε προκλητικά στο θέμα της ΑΟΖ, παρά το γεγονός ότι έχει την Προεδρία της Ε.. και παρόλο που η ιταλική ΕΝΙ διεξάγει έρευνες στο επίμαχο οικόπεδο της Κυπριακής ΑΟΖ. Κι αυτό γιατί η Ιταλία είναι μέλος του κλαμπ των «φίλων της Τουρκίας», μαζί με την Αγγλία, τη Σουηδία, την Ισπανία και άλλα κράτη που θέλουν την ένταξη της γείτονος στην Ε.Ε.
Ήπιο χτύπημα στην αδιαλλαξία της Άγκυρας
Σε πρώτη φάση η ελληνική κυβέρνηση απέτυχε παταγωδώς να προκαλέσει πρόβλημα στην Τουρκία μέσω της Ε.Ε. Τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής ήταν απογοητευτικά. Η φράση ότι «η αναγνώριση όλων των κρατών – μελών αποτελεί απαραίτητη συνιστώσα της διαδικασίας προσχώρησης» είναι αστεία και πολλά βήματα πίσω από την αναφορά στην αντιδήλωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Σεπτεμβρίου 2005 –σε απάντηση στη δήλωση της Τουρκίας ότι δεν πρόκειται να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία- που ανέφερε ρητά ως προς τις υποχρεώσεις της γείτονος ότι «σε αυτές συγκαταλέγονται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Τουρκίας δυνάμει της Συμφωνίας Σύνδεσης και του πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, η ολοσχερής τήρηση των οποίων θα αξιολογηθεί το 2006».
Σε αναφορά της για την ενταξιακή πορεία της Άγκυρας, εμμέσως και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η Ε.Ε. τόνιζε: «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλεί την Τουρκία να εντείνει τη μεταρρυθμιστική διαδικασία και να την εφαρμόσει πλήρως και αποτελεσματικά ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα είναι αμετάκλητη και βιώσιμη, επίσης δε να σημειώσει πρόοδο στην πλήρη εκπλήρωση των πολιτικών κριτηρίων της Κοπεγχάγης, όπου συμπεριλαμβάνεται η δέσμευσή της για σχέσεις καλής γειτονίας. Στη συνάρτηση αυτή πρέπει να αποφεύγεται κάθε πράξη η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τη διαδικασία ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών».
Την 12η Ιουνίου 2006, μάλιστα, η Ε.Ε. επανέρχεται στο θέμα και απευθύνει νέα προειδοποίηση στην Άγκυρα: «Η ΕΕ υπογραμμίζει τη σημασία η Τουρκία να συμμορφωθεί με τη Συμφωνία Σύνδεσης, συμπεριλαμβανομένων του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και της Τελωνειακής Ένωσης, όπως επίσης και της Εταιρικής Σχέσης, τα οποία αποτελούν βασικό στοιχείο της προενταξιακής στρατηγικής. Η μη πλήρης εφαρμογή των υποχρεώσεων θα επηρεάσει τη συνολική πρόοδο των διαπραγματεύσεων».
Τα χρόνια πέρασαν, οι διατυπώσεις αυτές, με ευθύνη της Αθήνας και της Λευκωσίας, δεν χρησιμοποιήθηκαν σε πολιτικό επίπεδο και μοιραία ξεχάστηκαν. Έτσι ήρθαν τα Συμπεράσματα της 24ης Οκτωβρίου για να διαπιστώσουμε μία σημαντική διολίσθηση στην αναφορά που προαναφέρθηκε και που αποτελεί «χάδι» στην Τουρκία. Υπό το πρίσμα αυτό, και όσο η Τουρκία έχει στρατηγική στόχευση την ένταξη στην Ε.Ε., η Ελλάδα οφείλει να κινηθεί αποφασιστικά και να προκαλέσει κόστος στη γείτονα. Όσο δεν το πράττει, η Τουρκία θα αποθρασύνεται.
Η Ελλάδα βρίσκεται πολύ μακριά, σχεδόν απουσιάζει από τους διεθνείς οργανισμούς. Η τάση αυτή τη στιγμή μπορεί να είναι κατά την λήψης μέτρων εναντίον της Τουρκίας, ωστόσο τα πράγματα δεν θα είναι πάντα έτσι και ήδη προβληματίζει η στάση της Άγκυρας. Η αξιοποίηση των αδυναμιών της Τουρκίας, οι σχέσεις της με τους τζιχαντιστές και η επιθετική της συμπεριφορά δεν θα αργήσουν να οδηγήσουν σε νέες πολιτικές. Το κρίσιμο είναι σε αυτές τις πολιτικές να είναι παρούσα η Ελλάδα ώστε να μην βρεθεί στο περιθώριο και ληφθούν ερήμην της αποφάσεις που θα έχουν κόστος.
Σε κύκλους Ελλήνων διπλωματών επικρατεί η αίσθηση ότι είναι θέμα χρόνου να εκδηλωθούν έντονες αντιδράσεις κατά της Τουρκίας σε δυνάμεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στα Ευρωπαϊκά και αμερικανικά ΜΜΕ κα σε οργανώσεις υπεράσπισης των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Για την ώρα, βέβαια, όλα αυτά δεν φαίνεται να πτοούν την Άγκυρα, ως εκ τούτου μόνο σε περίπτωση συνολικής αντίδρασης σε επίπεδο κορυφής μπορεί να υπάρξουν αποτελέσματα. Μία αυστηρή απόφαση για την Τουρκία είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει προβλήματα.
Σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, στο παρασκήνιο οι «φίλοι της Τουρκίας» κινούνται με στόχο να «τεστάρουν» Αθήνα και Λευκωσία, προτείνοντας να ανοίξει έστω ένα Κεφάλαιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Βέβαια, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, είτε επιστρέψει στις διαπραγματεύσεις χωρίς να πάρει το παραμικρό είτε δεχτεί να ανοίξει έστω ένα Κεφάλαιο, θα κλείσει άδοξα τον πολιτικό του κύκλο.
Όλα συγκλίνουν ότι από τώρα μέχρι και τη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου προιωνίζονται πολλές συζητήσεις, εντάσεις και πυκνά γεγονότα, που πιθανότατα θα επηρεάσουν για χρόνια τις ευρωτουρκικές, όπως και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είναι προφανές ότι και πιέσεις ήπιας προσέγγισης θα υπάρξουν αλλά και οι απειλές της Τουρκίας θα οξυνθούν. Επομένως είναι κορυφαία ευθύνη της Ελληνικής κυβέρνησης να προετοιμαστεί κατάλληλα και να έχει πολιτική αντίστοιχη των περιστάσεων στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής.
Νέα τριμερής
Στο μεταξύ οργιάζει το παρασκήνιο στην Ανατολική Μεσόγειο. Μπορεί η Τουρκία προς το παρόν να έχει εξασφαλίσει την ανοχή αρκετών μεγάλων χωρών, εκδηλώνονται όμως και αντισυσπειρώσεις χωρών που θεωρούν απειλητική και παράλογη τη στάση της. Άλλωστε, ένας από τους λόγους που η Άγκυρα λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί, είναι ακριβώς οι νέες συμμαχίες που οικοδομούνται στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως πολλές φορές έχουμε επισημάνει.
Στις 8 Νοεμβρίου θα πραγματοποιηθεί η τριμερής συνάντηση Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου. Η αυξημένη συνεργασία των τριών χωρών σε όλα τα επίπεδα, δημιουργεί νέα δεδομένα, που ανησυχούν την Τουρκία. Όμως η τελευταία με δική της ευθύνη έχει αποκλειστεί από τη συγκεκριμένη συνεργασία, καθώς έχει εγκλωβιστεί στο τρίγωνο Νοτιοανατολική Τουρκία – Ιράκ – Συρία και στο νεοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η τριμερής αναμένεται να είναι ένα βήμα μπροστά από τις προηγούμενες συναντήσεις και να λαμβάνει υπόψη της τα προβλήματα ασφαλείας που απασχολούν κυβερνήσεις και λαούς. Ένα ακόμη βήμα θα γίνει με τη συνάντηση των γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών Ελλάδας και Ισραήλ στις 12 Νοεμβρίου, που θα προετοιμάσουν τη συνάντηση κορυφής των δύο χωρών.
Έχουμε τονίσει ότι η ενδεδειγμένη πολιτική συμμαχιών της Ελλάδας στην περιοχή οφείλει να συμπεριλαμβάνει το Ιράν, που έχει κομβικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Και η τριμερής Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου είναι το πρώτο βήμα, γιατί οι τρεις χώρες μπορούν να συνομιλούν και με το Ισραήλ και με το Ιράν, αφού οι δύο τελευταίες χώρες δεν έχουν απευθείας επαφές. Στο σύνολό τους, οι πέντε χώρες έχουν ανοιχτά μέτωπα με την Τουρκία με αποκλειστική ευθύνη της Άγκυρας, πράγμα που δυσκολεύει ακόμη και τις Ηνωμένες Πολιτείες να δημιουργήσουν προσκόμματα, καθώς η επιθετική στάση της γείτονος και η αλαζονεία της προκαλούν αυτοματισμούς ανάσχεσης αυτής της πολιτικής.
Τι θα πράξει το ΝΑΤΟ;
Με ελληνική πρωτοβουλία, η συμπεριφορά της Τουρκίας θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ιστορικά, η Συμμαχία ουδέποτε κινήθηκε εις βάρος της Άγκυρας και τώρα, λόγω της κρίσης στη Μέση Ανατολή, είναι αμφίβολο αν μπορεί η Αθήνα να πετύχει κάτι. Η χώρα μας ωστόσο, θα καταθέσει στη Συμμαχία πλήρη φάκελο με τη στάση της Τουρκίας στο Αιγαίο, την Κύπρο και την ευρύτερη περιοχή, προκειμένου να καταδείξει ότι η τελευταία στρέφεται όχι μόνο κατά της Ελλάδας, αλλά και κατά των δυτικών συμφερόντων στην περιοχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου