Η εκμετάλλευση χρυσού, αργύρου και μολύβδου είχε μεγάλη σημασία για
τους αρχαίους λαούς και ιδιαίτερα για τους Αρχαίους Έλληνες. Υπάρχουν
πολλές ιστορικές αναφορές που δηλώνουν την αξία και τη σημασία των
μετάλλων αυτών στη ζωή τους. Ιδιαίτερα ο χρυσός και ο άργυρος αποτέλεσαν
την εποχή εκείνη σύμβολο δύναμης και εξουσίας, αντικείμενο λατρείας και
πολύ συχνά αιτία πολέμου. Τα μεγαλύτερα μεταλλεία εξόρυξης χρυσού κατά
την αρχαιότητα λειτουργούσαν σε περιοχές της Μακεδονίας και Θράκης.
Πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις και πολλοί ηγεμόνες στηρίζουν τη δύναμή
τους στην εκμετάλλευση των μεταλλείων αργύρου και χρυσού. Ορόσημο στην
αρχαία ιστορία είναι το γεγονός ότι από την εκμετάλλευση αργύρου στο
Λαύριο οι Αθηναίοι κατασκεύασαν εκτός των άλλων 200 τριήρεις και
συνέτριψαν μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες τον Περσικό στόλο στη
Σαλαμίνα.
Αναμφίβολα λοιπόν στην εξελικτική πορεία του αρχαίου Ελληνισμού έπαιξαν τα «χρυσεία» της Μακεδονίας, και ιδιαίτερα της περιοχής που εκτείνεται από τον Αξιό ως τον Νέστο, της Θάσου συμπεριλαμβανομένης. Το σπουδαιότερο μέταλλο που από τα προϊστορικά χρόνια ανακαλύφθηκε εκεί και χρησιμοποιήθηκε από τους κατοίκους του τόπου ήταν ο χρυσός. Για αιώνες τα πλούσια μεταλλεία του Παγγαίου παρείχαν σε μεγάλη αφθονία τον χρυσό και τον άργυρο, για να κάνουν τον μεν Ηρόδοτο να λέει ότι "το Πάγγαιον ούρος, εόν μέγα τε και υψηλόν, εν τώ χρύσεά τε και αργύρεα ένι μέταλλα, τά νέμονται, Πίερές τε και Οδόμαντοι και μάλιστα Σάτραι", τον δε Στράβωνα "ότι πλείστα μέταλλά εστι χρυσού εν ταις Κρηνίσιν, όπου νυν Φίλιπποι πόλις ίδρυται, πλησίον του Παγγαίου όρους. Και αυτό δε το Παγγαίον χρυσεία και αργυρεία έχει μέταλλα, και η πέραν και η εντός του Στρυμόνος ποταμού μέχρι Παιονίας. Φασί δε και τους την Παιονίαν γην αρούντας ευρίσκειν χρυσού τινα μόρια". Ο Ευρυπίδης, στην τραγωδία του "Ρήσος" ονομάζει το Παγγαίο "όρος με τους όγκους χρυσού, του οποίου η γη κρύβει άργυρο". Η αναζήτηση του χρυσού λοιπόν αποτελούσε το πιο σπουδαίο ζήτημα για την περιοχή στη διάρκεια των αιώνων και είναι το μυστικό όλης της ιστορίας του. Ο Θουκυδίδης ήταν κάτοχος μεταλλείων στη Σκαπτή Ύλη (στην κοιλάδα των Φιλίππων) και δίνει πληροφορίες βασιζόμενες και στην προσωπική του πείρα.
Κατά τον Ηρόδοτο, οι Θάσιοι, που ως το 463 π.Χ. είχαν στα χέρια τους το εμπόριο του χρυσού και του αργύρου του Παγγαίου, κέρδιζαν 200 με 300 τάλαντα το χρόνο, από τα οποία 80 από τη Θάσο, 80 από τη Σκαπτή Ύλη και τα υπόλοιπα από το Παγγαίο. Επίσης κατά τον Ηρόδοτο, ο Πεισίστρατος, τον 6ο αιώνα π.Χ., χάρη στα πλούτη που απέκτησε στα μεταλλεία του Παγγαίου κατά την εξορία του, ανακατέλαβε την εξουσία στην Αθήνα και στερέωσε την εξουσία του. Ομοίως, πάλι κατά το Ηρόδοτο, ο τύραννος της Μιλήτου Ιστιαίος απέκτησε πολλά από τα πλούτη του –είχε κόψει μάλιστα και χρυσά νομίσματα- από τα χρυσωρυχεία της Μυρκίνου (κοντά στον Στρυμόνα), τα οποία του είχε παραχωρήσει ο Δαρείος, σαν κυρίαρχος της περιοχής την εποχή εκείνη.
Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί θαυμασίων ακουσμάτων» αναφέρει ότι στην περιοχή υπήρχε «χρυσίτις άμμος», καθώς και χρυσοφόρο χώμα («αχώνευτος γη, η το χρυσίον εκβάλλουσα»), απ’ όπου με τα πλυντήρια («χρυσοπλύσια») έβγαζαν το χρυσό , με μικρές σχετικά δαπάνες.
Ο Θεόφραστος, στο το "Περί Λίθων" έργο του, που γράφτηκε τον 4ο αι.π.Χ. και είναι το αρχαιότερο βιβλίο Ορυκτολογίας, κάνει ιδιαίτερη αναφορά στα μεταλλεία χρυσού της Μακεδονίας. Ο χρόνος έναρξης των μεταλλευτικών εργασιών στην μακεδονική γη δεν μπορεί να καθοριστεί, καθώς καμιά πηγή δεν παρέχει σχετικά στοιχεία. Η μεταλλευτική δραστηριότητα στο Παγγαίο φαίνεται να είναι πολύ παλιά, καθώς προκύπτει από τη σύνδεσή του με τον Διόνυσο. Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, ο θρακοφρυγικής προέλευσης αυτός θεός, κάτω από τις σκληρές συνθήκες εργασίας στα μεταλλεία του Παγγαίου, ελληνοποιήθηκε και έγινε φορέας ελπίδων για μια καλύτερη μεταθανάτια ζωή, με την αναγέννηση. Φαίνεται ότι οι πρώτοι εκμεταλλευτές ήταν Θράκες και οι Θάσιοι, οι τελευταίοι μάλιστα είχαν εγκαταστήσει αποίκους τους στην Σκαπτή Ύλη και σε άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Μακεδονίας. Πολύ νωρίς η περιοχή προκάλεσε το ενδιαφέρον και των Ελλήνων του νοτιότερου ελλαδικού χώρου και κυρίως των Αθηναίων. Η εκμετάλλευση των πρώτων υλών της Μακεδονίας –και του μεταλλευτικού πλούτου επομένως- ήταν ο λόγος για τον οποίο οι Αθηναίοι, στην εποχή του Περικλή, έκτισαν το 437 π.Χ. την Αμφίπολη στη θέση «Εννέα Οδοί» κοντά στον Στρυμόνα. Η πόλη αυτή για περίπου μισό αιώνα είχε γίνει το κέντρο εμπορίου του μακεδονικού χρυσού και αργύρου. Για την κατοχή της περιοχής και των μεταλλείων της ο Φίλιππος Β’ διεξήγαγε πλήθος αγώνων, που τον βοήθησαν να επεκτείνει το βασίλειό του μέχρι το Νέστο. Στη συνέχεια, τα μεταλλεία αυτά έγιναν τεράστια πηγή οικονομικών δυνάμεων για την επικράτησή του στον ελλαδικό χώρο και για την ετοιμασία της εκστρατείας εναντίον των Περσών, που πραγμάτωσε ο γιός του Μ. Αλέξανδρος. Είναι χαρακτηριστικός ο χρησμός που το μαντείο των Δελφών έδωσε στον Φίλιππο «αργυραίς λόγχαις μάχου, και πάντων κρατήσεις», δηλαδή πολέμα με τα χρήματα και θα τους νικήσεις όλους. Ο χρησμός αυτός περισσότερο βρήκε την εφαρμογή του στην επικράτηση του Φιλίππου στον ελλαδικό χώρο, που έγινε κυρίως με την εξαγορά συνειδήσεων, παρά με τα όπλα.
Ο Φίλιππος Β’ οργάνωσε τα μεταλλεία του Παγγαίου κατά θαυμαστό τρόπο. Κάνοντας κέντρο της μεταλλευτικής δραστηριότητας τις Κρηνίδες, που μετονόμασε σε Φιλίππους, πλούτισε την περιοχή με πλήθος έργων, μεταλλευτικά και εγγειοβελτιωτικά, και ανακάλυψε νέα μεταλλεία, φτάνοντας, κατά τον Διόδωρο, την ετήσια παραγωγή χρυσού σε 1.000 τάλαντα. Βελτίωσε μάλιστα και την καθαρότητα του χρυσού κατά δύο περίπου καράτια, πράγμα που δείχνει και αντίστοιχες βελτιώσεις στις μεθόδους και στα μέσα απόληψης των μετάλλων από τα μεταλλεύματά τους. Το μέγεθος του πλούτου που αποκόμισε ο Φίλιππος από τα μακεδονικά «χρυσεία» αποτυπώνεται στους «φιλίππειους», τους χρυσούς στατήρες που έφεραν την κεφαλή είτε του Απόλλωνα είτε του Ηρακλή είτε του Δία και στην άλλη πλευρά σκηνή από αγωνίσματα. Εκδόθηκαν από το 352 έως το 336 π.Χ. και κυκλοφορούσαν έως τον 2ο αι., όχι μόνο στη Μακεδονία, αλλά και στη Ρώμη (όπως αναφέρουν ο Λίβιος και ο Πλαύτος), στη Γαλατία. Με το νόμισμα αυτό κατάφερε να ανταγωνισθεί τους «δαρεικούς στατήρες» που ήταν χρυσές κοπές που έφεραν αρχικά παράσταση βασιλικού τοξότη, η οποία αργότερα αντικαταστάθηκε από παραστάσεις λέοντα και ταύρου και οι οποίοι εκδόθηκαν από τον Δαρείο τον Α’. Επίσης υπερίσχυσε στον νομισματικό πόλεμο με τις αργυρές δραχμές της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Η κατάκτηση της Περσικής αυτοκρατορίας από τον Μ. Αλέξανδρο έφερε στην κατοχή του τελευταίου αμύθητα πλούτη σε χρυσό και άλλα πολύτιμα μέταλλα. Ο Μέγας Αλέξανδρος στα Εκβάτανα το 330 π.Χ. και το 324 π.Χ. βρήκε αμύθητο θησαυρό, όπως βεβαιώνει ο Αρριανός. Κατά τον Ιουστίνο ο θησαυρός εκείνος έφθανε τα 180.000 τάλαντα ενώ κατά τον Στράβωνα τα 190.000 τάλαντα. Αυτοί οι θησαυροί έκαναν τα μεταλλεία του Παγγαίου, και του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου, ελάχιστα κερδοφόρα ή και ασύμφορα, με αποτέλεσμα να γνωρίσει παρακμή η εκμετάλλευσή τους. Το ενδιαφέρον για την εκμετάλλευσή τους κορυφώθηκε εκ νέου επί Φιλίππου Ε’ (221 – 179 π.Χ.), για τον οποίο ο Τίτος Λίβιος γράφει ότι όχι μόνο φρόντισε να ξαναλειτουργήσουν τα παλιά μεταλλεία, αλλά άνοιξε και νέα σε πολλές θέσεις. Η εκμετάλλευσή τους συνεχίστηκε και επί του τελευταίου βασιλιά των Μακεδόνων Περσέα, για να περιέλθουν στη συνέχεια στην αφάνεια.
Ο χρυσός που αξιοποιήθηκε στην Μακεδονία βρισκόταν σε διάφορες μορφές. Ήταν προσχωματικός, από κοίτες ποταμών και ρυακιών, όπως του Στρυμόνα, του Εχέδωρου (σημερινός Γαλλικός) κ.α. Ο διαχωρισμός του από τις χρυσοφόρους άμμους με πλύση, που η διαδικασία της ήταν βασικά όμοια με την σημερινή. Υπήρχε και αυτοφυής (ο «άπυρος» των αρχαίων), σε διάφορες περιοχές, όπως του Παγγαίου κ.α. Η εξόρυξή του γινόταν με άνοιγμα στοών και πηγαδιών στα σχιστολιθικά πετρώματα, όπου συνήθως απαντά, και ακολουθούσε ο διαχωρισμός του σε πλυντήρια.
Ο χρυσός επίσης συναντάται επίσης ενωμένος με διάφορα άλλα μέταλλα, κυρίως άργυρο και χαλκό. Τα πλουσιότερα παρόμοια μεταλλεύματα βρισκόταν στην περιοχή του Παγγαίου και στη Θάσο. Για την απόληψή του χρησιμοποιούταν κατά βάση η ίδια τεχνική που εφαρμοζόταν και στο Λαύριο, με εξόρυξη του μεταλλεύματος, πλύσιμό του, εκκαμίνευση και κυπέλλωση. Είναι πολύ πιθανό η τεχνική αυτή να έχει την κοιτίδα της σε χώρες της Ανατολής (Φρυγία, Βαβυλωνία κ.α.), όπου η μεταλλευτική είχε σημειώσει αξιόλογες προόδους από τα προϊστορικά χρόνια. Πολλοί δούλοι μεταλλωρύχοι που εργαζόταν στα μεταλλεία του Παγγαίου προερχόταν, από τα πρώιμα ακόμη χρόνια, από τις χώρες αυτές, με αποτέλεσμα να γίνει μεταφορά τεχνογνωσίας. Στην περιοχή του Παγγαίου όμως, όπως επίσης και στο Λαύριο, η τεχνική αυτή τελειοποιήθηκε σε αξιοθαύμαστο βαθμό.
Οι συνθήκες εργασίας ήταν και εδώ απάνθρωπες. Η περιγραφή των συνθηκών εργασίας των μεταλλείων του Λαυρίου ανταποκρίνεται κι εδώ. Οι εργαζόμενοι ήταν καταδικασμένοι εγκληματίες, αιχμάλωτοι πολέμου ή όσοι είχαν φυλακιστεί επειδή για κάποιο λόγο προκάλεσαν την βασιλική οργή. Οι περισσότερο ακμαίοι εργάζονταν στην εξόρυξη του μεταλλεύματος, σε στενές και σκοτεινές γαλαρίες. Οι μικρότεροι σε ηλικία όπως τα παιδιά και οι έφηβοι, μετέφεραν τα προϊόντα της εξόρυξης στις εισόδους των μεταλλείων. Από εκεί τα έπαιρναν άντρες και γυναίκες, που πέρασαν τα τριάντα τους, για να τα σπάσουν σε πέτρινα γουδιά με σιδερένια γουδοχέρια σε μέγεθος ρεβιθιού. Οι ακόμη μεγαλύτεροι σε ηλικία τα άλεθαν σε χειροκίνητους μύλους, γυρνώντας δύο και τρεις μαζί.
Αναμφίβολα λοιπόν στην εξελικτική πορεία του αρχαίου Ελληνισμού έπαιξαν τα «χρυσεία» της Μακεδονίας, και ιδιαίτερα της περιοχής που εκτείνεται από τον Αξιό ως τον Νέστο, της Θάσου συμπεριλαμβανομένης. Το σπουδαιότερο μέταλλο που από τα προϊστορικά χρόνια ανακαλύφθηκε εκεί και χρησιμοποιήθηκε από τους κατοίκους του τόπου ήταν ο χρυσός. Για αιώνες τα πλούσια μεταλλεία του Παγγαίου παρείχαν σε μεγάλη αφθονία τον χρυσό και τον άργυρο, για να κάνουν τον μεν Ηρόδοτο να λέει ότι "το Πάγγαιον ούρος, εόν μέγα τε και υψηλόν, εν τώ χρύσεά τε και αργύρεα ένι μέταλλα, τά νέμονται, Πίερές τε και Οδόμαντοι και μάλιστα Σάτραι", τον δε Στράβωνα "ότι πλείστα μέταλλά εστι χρυσού εν ταις Κρηνίσιν, όπου νυν Φίλιπποι πόλις ίδρυται, πλησίον του Παγγαίου όρους. Και αυτό δε το Παγγαίον χρυσεία και αργυρεία έχει μέταλλα, και η πέραν και η εντός του Στρυμόνος ποταμού μέχρι Παιονίας. Φασί δε και τους την Παιονίαν γην αρούντας ευρίσκειν χρυσού τινα μόρια". Ο Ευρυπίδης, στην τραγωδία του "Ρήσος" ονομάζει το Παγγαίο "όρος με τους όγκους χρυσού, του οποίου η γη κρύβει άργυρο". Η αναζήτηση του χρυσού λοιπόν αποτελούσε το πιο σπουδαίο ζήτημα για την περιοχή στη διάρκεια των αιώνων και είναι το μυστικό όλης της ιστορίας του. Ο Θουκυδίδης ήταν κάτοχος μεταλλείων στη Σκαπτή Ύλη (στην κοιλάδα των Φιλίππων) και δίνει πληροφορίες βασιζόμενες και στην προσωπική του πείρα.
Κατά τον Ηρόδοτο, οι Θάσιοι, που ως το 463 π.Χ. είχαν στα χέρια τους το εμπόριο του χρυσού και του αργύρου του Παγγαίου, κέρδιζαν 200 με 300 τάλαντα το χρόνο, από τα οποία 80 από τη Θάσο, 80 από τη Σκαπτή Ύλη και τα υπόλοιπα από το Παγγαίο. Επίσης κατά τον Ηρόδοτο, ο Πεισίστρατος, τον 6ο αιώνα π.Χ., χάρη στα πλούτη που απέκτησε στα μεταλλεία του Παγγαίου κατά την εξορία του, ανακατέλαβε την εξουσία στην Αθήνα και στερέωσε την εξουσία του. Ομοίως, πάλι κατά το Ηρόδοτο, ο τύραννος της Μιλήτου Ιστιαίος απέκτησε πολλά από τα πλούτη του –είχε κόψει μάλιστα και χρυσά νομίσματα- από τα χρυσωρυχεία της Μυρκίνου (κοντά στον Στρυμόνα), τα οποία του είχε παραχωρήσει ο Δαρείος, σαν κυρίαρχος της περιοχής την εποχή εκείνη.
Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί θαυμασίων ακουσμάτων» αναφέρει ότι στην περιοχή υπήρχε «χρυσίτις άμμος», καθώς και χρυσοφόρο χώμα («αχώνευτος γη, η το χρυσίον εκβάλλουσα»), απ’ όπου με τα πλυντήρια («χρυσοπλύσια») έβγαζαν το χρυσό , με μικρές σχετικά δαπάνες.
Ο Θεόφραστος, στο το "Περί Λίθων" έργο του, που γράφτηκε τον 4ο αι.π.Χ. και είναι το αρχαιότερο βιβλίο Ορυκτολογίας, κάνει ιδιαίτερη αναφορά στα μεταλλεία χρυσού της Μακεδονίας. Ο χρόνος έναρξης των μεταλλευτικών εργασιών στην μακεδονική γη δεν μπορεί να καθοριστεί, καθώς καμιά πηγή δεν παρέχει σχετικά στοιχεία. Η μεταλλευτική δραστηριότητα στο Παγγαίο φαίνεται να είναι πολύ παλιά, καθώς προκύπτει από τη σύνδεσή του με τον Διόνυσο. Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, ο θρακοφρυγικής προέλευσης αυτός θεός, κάτω από τις σκληρές συνθήκες εργασίας στα μεταλλεία του Παγγαίου, ελληνοποιήθηκε και έγινε φορέας ελπίδων για μια καλύτερη μεταθανάτια ζωή, με την αναγέννηση. Φαίνεται ότι οι πρώτοι εκμεταλλευτές ήταν Θράκες και οι Θάσιοι, οι τελευταίοι μάλιστα είχαν εγκαταστήσει αποίκους τους στην Σκαπτή Ύλη και σε άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Μακεδονίας. Πολύ νωρίς η περιοχή προκάλεσε το ενδιαφέρον και των Ελλήνων του νοτιότερου ελλαδικού χώρου και κυρίως των Αθηναίων. Η εκμετάλλευση των πρώτων υλών της Μακεδονίας –και του μεταλλευτικού πλούτου επομένως- ήταν ο λόγος για τον οποίο οι Αθηναίοι, στην εποχή του Περικλή, έκτισαν το 437 π.Χ. την Αμφίπολη στη θέση «Εννέα Οδοί» κοντά στον Στρυμόνα. Η πόλη αυτή για περίπου μισό αιώνα είχε γίνει το κέντρο εμπορίου του μακεδονικού χρυσού και αργύρου. Για την κατοχή της περιοχής και των μεταλλείων της ο Φίλιππος Β’ διεξήγαγε πλήθος αγώνων, που τον βοήθησαν να επεκτείνει το βασίλειό του μέχρι το Νέστο. Στη συνέχεια, τα μεταλλεία αυτά έγιναν τεράστια πηγή οικονομικών δυνάμεων για την επικράτησή του στον ελλαδικό χώρο και για την ετοιμασία της εκστρατείας εναντίον των Περσών, που πραγμάτωσε ο γιός του Μ. Αλέξανδρος. Είναι χαρακτηριστικός ο χρησμός που το μαντείο των Δελφών έδωσε στον Φίλιππο «αργυραίς λόγχαις μάχου, και πάντων κρατήσεις», δηλαδή πολέμα με τα χρήματα και θα τους νικήσεις όλους. Ο χρησμός αυτός περισσότερο βρήκε την εφαρμογή του στην επικράτηση του Φιλίππου στον ελλαδικό χώρο, που έγινε κυρίως με την εξαγορά συνειδήσεων, παρά με τα όπλα.
Ο Φίλιππος Β’ οργάνωσε τα μεταλλεία του Παγγαίου κατά θαυμαστό τρόπο. Κάνοντας κέντρο της μεταλλευτικής δραστηριότητας τις Κρηνίδες, που μετονόμασε σε Φιλίππους, πλούτισε την περιοχή με πλήθος έργων, μεταλλευτικά και εγγειοβελτιωτικά, και ανακάλυψε νέα μεταλλεία, φτάνοντας, κατά τον Διόδωρο, την ετήσια παραγωγή χρυσού σε 1.000 τάλαντα. Βελτίωσε μάλιστα και την καθαρότητα του χρυσού κατά δύο περίπου καράτια, πράγμα που δείχνει και αντίστοιχες βελτιώσεις στις μεθόδους και στα μέσα απόληψης των μετάλλων από τα μεταλλεύματά τους. Το μέγεθος του πλούτου που αποκόμισε ο Φίλιππος από τα μακεδονικά «χρυσεία» αποτυπώνεται στους «φιλίππειους», τους χρυσούς στατήρες που έφεραν την κεφαλή είτε του Απόλλωνα είτε του Ηρακλή είτε του Δία και στην άλλη πλευρά σκηνή από αγωνίσματα. Εκδόθηκαν από το 352 έως το 336 π.Χ. και κυκλοφορούσαν έως τον 2ο αι., όχι μόνο στη Μακεδονία, αλλά και στη Ρώμη (όπως αναφέρουν ο Λίβιος και ο Πλαύτος), στη Γαλατία. Με το νόμισμα αυτό κατάφερε να ανταγωνισθεί τους «δαρεικούς στατήρες» που ήταν χρυσές κοπές που έφεραν αρχικά παράσταση βασιλικού τοξότη, η οποία αργότερα αντικαταστάθηκε από παραστάσεις λέοντα και ταύρου και οι οποίοι εκδόθηκαν από τον Δαρείο τον Α’. Επίσης υπερίσχυσε στον νομισματικό πόλεμο με τις αργυρές δραχμές της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Η κατάκτηση της Περσικής αυτοκρατορίας από τον Μ. Αλέξανδρο έφερε στην κατοχή του τελευταίου αμύθητα πλούτη σε χρυσό και άλλα πολύτιμα μέταλλα. Ο Μέγας Αλέξανδρος στα Εκβάτανα το 330 π.Χ. και το 324 π.Χ. βρήκε αμύθητο θησαυρό, όπως βεβαιώνει ο Αρριανός. Κατά τον Ιουστίνο ο θησαυρός εκείνος έφθανε τα 180.000 τάλαντα ενώ κατά τον Στράβωνα τα 190.000 τάλαντα. Αυτοί οι θησαυροί έκαναν τα μεταλλεία του Παγγαίου, και του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου, ελάχιστα κερδοφόρα ή και ασύμφορα, με αποτέλεσμα να γνωρίσει παρακμή η εκμετάλλευσή τους. Το ενδιαφέρον για την εκμετάλλευσή τους κορυφώθηκε εκ νέου επί Φιλίππου Ε’ (221 – 179 π.Χ.), για τον οποίο ο Τίτος Λίβιος γράφει ότι όχι μόνο φρόντισε να ξαναλειτουργήσουν τα παλιά μεταλλεία, αλλά άνοιξε και νέα σε πολλές θέσεις. Η εκμετάλλευσή τους συνεχίστηκε και επί του τελευταίου βασιλιά των Μακεδόνων Περσέα, για να περιέλθουν στη συνέχεια στην αφάνεια.
Ο χρυσός που αξιοποιήθηκε στην Μακεδονία βρισκόταν σε διάφορες μορφές. Ήταν προσχωματικός, από κοίτες ποταμών και ρυακιών, όπως του Στρυμόνα, του Εχέδωρου (σημερινός Γαλλικός) κ.α. Ο διαχωρισμός του από τις χρυσοφόρους άμμους με πλύση, που η διαδικασία της ήταν βασικά όμοια με την σημερινή. Υπήρχε και αυτοφυής (ο «άπυρος» των αρχαίων), σε διάφορες περιοχές, όπως του Παγγαίου κ.α. Η εξόρυξή του γινόταν με άνοιγμα στοών και πηγαδιών στα σχιστολιθικά πετρώματα, όπου συνήθως απαντά, και ακολουθούσε ο διαχωρισμός του σε πλυντήρια.
Ο χρυσός επίσης συναντάται επίσης ενωμένος με διάφορα άλλα μέταλλα, κυρίως άργυρο και χαλκό. Τα πλουσιότερα παρόμοια μεταλλεύματα βρισκόταν στην περιοχή του Παγγαίου και στη Θάσο. Για την απόληψή του χρησιμοποιούταν κατά βάση η ίδια τεχνική που εφαρμοζόταν και στο Λαύριο, με εξόρυξη του μεταλλεύματος, πλύσιμό του, εκκαμίνευση και κυπέλλωση. Είναι πολύ πιθανό η τεχνική αυτή να έχει την κοιτίδα της σε χώρες της Ανατολής (Φρυγία, Βαβυλωνία κ.α.), όπου η μεταλλευτική είχε σημειώσει αξιόλογες προόδους από τα προϊστορικά χρόνια. Πολλοί δούλοι μεταλλωρύχοι που εργαζόταν στα μεταλλεία του Παγγαίου προερχόταν, από τα πρώιμα ακόμη χρόνια, από τις χώρες αυτές, με αποτέλεσμα να γίνει μεταφορά τεχνογνωσίας. Στην περιοχή του Παγγαίου όμως, όπως επίσης και στο Λαύριο, η τεχνική αυτή τελειοποιήθηκε σε αξιοθαύμαστο βαθμό.
Οι συνθήκες εργασίας ήταν και εδώ απάνθρωπες. Η περιγραφή των συνθηκών εργασίας των μεταλλείων του Λαυρίου ανταποκρίνεται κι εδώ. Οι εργαζόμενοι ήταν καταδικασμένοι εγκληματίες, αιχμάλωτοι πολέμου ή όσοι είχαν φυλακιστεί επειδή για κάποιο λόγο προκάλεσαν την βασιλική οργή. Οι περισσότερο ακμαίοι εργάζονταν στην εξόρυξη του μεταλλεύματος, σε στενές και σκοτεινές γαλαρίες. Οι μικρότεροι σε ηλικία όπως τα παιδιά και οι έφηβοι, μετέφεραν τα προϊόντα της εξόρυξης στις εισόδους των μεταλλείων. Από εκεί τα έπαιρναν άντρες και γυναίκες, που πέρασαν τα τριάντα τους, για να τα σπάσουν σε πέτρινα γουδιά με σιδερένια γουδοχέρια σε μέγεθος ρεβιθιού. Οι ακόμη μεγαλύτεροι σε ηλικία τα άλεθαν σε χειροκίνητους μύλους, γυρνώντας δύο και τρεις μαζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου