Ας ξεκινήσουμε με μια διαπίστωση: ο «αντιρατσιστικός» νόμος δεν δημιουργήθηκε για να καταπολεμήσει τον μόνο υπαρκτό ρατσισμό που υπάρχει στην Χώρα μας, αυτόν δηλαδή εναντίον των Ελλήνων, αλλά για να τον ενθαρρύνει και ταυτόχρονα να ποινικοποιήσει την κάθε ηθική και νόμιμη αντίθεση του Ελληνικού Λαού στην λαθρομετανάστευση, την ισλαμοποίηση και την πλήρη καταρράκωση των κοινωνικών ηθών αιώνων.
Ως εκ τούτου, δεν μας αποπροσανατολίζει σε καμία περίπτωση «η εξαίρεση στον κανόνα», με την περίπτωση της διευθύνουσας συμβούλου του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΕΟΠΠΕΠ) Ελένης Γιαννακοπούλου, η οποία διώκεται από την Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας για παραβίαση του «αντιρατσιστικού νόμου» και συγκεκριμένα για προσβολή θρησκεύματος, μετά τις καταγγελίες πως πέταξε στα γραφεία της υπηρεσίας της στον κάδο απορριμμάτων την εικόνα της Παναγίας.
Είχε προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση από την εισαγγελία με αφορμή την έγγραφη καταγγελία προς το υπουργείο Παιδείας, η οποία έφτασε και στο γραφείο του πρωθυπουργού. Κατηγορούσαν την Ελένη Γιαννακοπούλου ότι είχε ξεκινήσει διωγμό εναντίον όσων φορούν ή έχουν στους χώρους της εργασίας τους Χριστιανικά σύμβολα απαιτώντας την απομάκρυνσή τους. Σύμφωνα με την έγγραφη καταγγελία, η διευθύνουσα του ΕΟΠΠΕΠ παραμονές Δεκαπενταυγούστου πέταξε εικόνες της Παναγίας στο καλάθι των αχρήστων, ενώ προσπάθησε να αφαιρέσει σταυρό από τον λαιμό υπαλλήλου της, ρωτώντας την: «Θα σε σώσει αυτό που φοράς στον λαιμό σου;»!
Έφτασε μάλιστα στο σημείο να αποκαλέσει «παπαριές» τις θρησκευτικές εικόνες και να ζητάει από το προσωπικό του οργανισμού να αποχωριστεί τα θρησκευτικά σύμβολα που υπάρχουν εντός του εργασιακού χώρου!
Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε το πως παρουσίασε το συγκεκριμένο ζήτημα το έντυπο έκτρωμα της φυλλάδας των συντακτών, όπου υπό τον τίτλο «Επικίνδυνα παιχνίδια με τον αντιρατσιστικό νόμο» διαβάζουμε, ανάμεσα σε άλλα και τα εξής: «Ωστόσο, χθες, η Εισαγγελία Πρωτοδικών άσκησε μια πρωτοφανή ποινική δίωξη εναντίον της για προσβολή θρησκεύματος και παραβίαση του αντιρατσιστικού νόμου. Πρόκειται για μια καταχρηστική ενεργοποίηση του αντιρατσιστικού νόμου, το πνεύμα του οποίου δεν φαίνεται να συνάδει με την περίπτωση, καθώς κινείται γύρω από την προστασία ατόμων ή ομάδας ατόμων που κινδυνεύουν από διακρίσεις μίσος ή βία βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών τους καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής τους, του σεξουαλικού τους προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της αναπηρίας τους.
Είναι πραγματικά δύσκολο να φανταστεί κανείς με ποιον τρόπο οι υπό διερεύνηση καταγγελίες δύο εργαζομένων, σε μία χώρα έντεκα εκατομμυρίων κατοίκων όπου η επικρατούσα θρησκεία είναι ο ορθόδοξος χριστιανισμός, συνιστούν διάκριση βάσει θρησκεύματος και μάλιστα “θέτουν σε διακινδύνευση τη δημόσια τάξη ή ενέχουν απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων”, όπως ρητά αναφέρεται στον αντιρατσιστικό νόμο. Εν προκειμένω, δεν τίθεται ζήτημα θρησκευτικής διάκρισης, αλλά αποδυνάμωσης του αντιρατσιστικού νόμου μέσω τέτοιων διώξεων».
Έχουμε και λέμε, λοιπόν: «πρωτοφανή ποινική δίωξη», «καταχρηστική ενεργοποίηση του αντιρατσιστικού νόμου, το πνεύμα του οποίου δεν φαίνεται να συνάδει με την περίπτωση», «Είναι πραγματικά δύσκολο να φανταστεί κανείς», «δεν τίθεται ζήτημα θρησκευτικής διάκρισης, αλλά αποδυνάμωσης του αντιρατσιστικού νόμου». Με άλλα λόγια, το ρυπαρό αυτό έντυπο, με το απύθμενο θράσος που σε μόνιμη βάση το διακατέχει, μας… πληροφορεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι ο «αντιρατσιστικός νόμος» είναι σωστά εφαρμόσιμος μόνο όταν στρέφεται εναντίον των Ελλήνων στο Φρόνημα, των Ορθοδόξων στο θρήσκευμα, όσων δεν θέλουν τα παιδιά τους να είναι… intersex ή… queer άτομα και λοιπών «μη πολιτικά ορθών» περιπτώσεων.
Η ειρωνεία της τύχης έφερε ένα ευυπόληπτο μέλος της «πολιτικής ορθότητας» να «λούζεται» τις συνέπειες της απέχθειάς του για τον Χριστιανισμό. Ο οποίος, επειδή αποτελεί «επικρατούσα θρησκεία», μπορεί προφανώς και να λοιδορείται ασύστολα (και ατιμώρητα φυσικά), σύμφωνα με την απίστευτη λογική της εθνομηδενιστικής φυλλάδας.
Ωστόσο, το περιστατικό αυτό δεν μας κάνει να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Αντιθέτως, θεωρούμε ότι είναι το προπέτασμα καπνού, το οποίο προμηνύει την γενίκευση της φωτιάς του «αντιρατσιστικού νόμου» σε κραυγαλέες περιπτώσεις εναντίον κάθε Έλληνα, ο οποίος θα θέλει να διαφυλάξει την Τιμή και την Υπερηφάνεια της Εθνικότητας και της θρησκείας του. Ανεξαρτήτως του ότι η άθλια συμπεριφορά (εάν αυτή ισχύει) της κατηγορουμένης είναι όντως για τα σκουπίδια, η κατάργηση του «αντιρατσιστικού νόμου» είναι επιβεβλημένη, καθώς βασικός στόχος του είναι η ποινικοποίηση κάθε άποψης που δεν συνάδει με την δικτατορία της «πολιτικής ορθότητας» που έχει κυριεύσει την τόσο σκοτεινή εποχή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου