Την 28η Οκτωβρίου εκάστου έτους στο ψευτορωμαίικο της μεταπολίτευσης, αλαλάζοντα στίφη ξετσίπωτων πολιτικάντηδων και ορδές στρατευμένων ψευδοδιανοούμενων της αριστεράς ασελγούν επί της Εθνικής Μνήμης, με λύσσα επιχειρώντας να καρπωθούν τις δάφνες ενός μεγαλειώδους Πολεμικού Αγώνα και μιας Νίκης οι οποίες δεν τους ανήκουν ούτε κατ’ ελάχιστον.
«Την 28η Οκτωβρίου ο λαός αντιμετώπισε και νίκησε τον φασισμό», διαλαλούν οι περιθωριακοί εχθροί της ιστορικής αλήθειας, διανθίζοντας το παραλήρημα ψεύδους και διαστρέβλωσης με κωμικά ανιστόρητα τσιτάτα του τύπου «αγωνιστήκαμε για την ειρήνη και την δημοκρατία». Περιφρονώντας τους τελάληδες της ανοησίας τους, εμείς οι Έλληνες Εθνικιστές κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ κι αφήνουμε την ίδια την Ιστορία να μιλήσει, όπως αυτή καταγράφεται από την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (Ο Ελληνο-ιταλικός Πόλεμος 1940 – 41):
«Την ωρισμένην ώραν, εις τας τρείς παρά δέκα, ευρισκόμεθα έξω από την είσοδον της μικράς επαύλεως εις την οποίαν διέμενεν ο Μεταξάς. Ο διερμηνεύς ανέφερεν εις τον σκοπόν ότι ο Πρεσβευτής της Ιταλίας ήθελε να κάμη εις τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως επείγουσαν ανακοίνωσιν. Ο χωροφύλαξ ήρχισε να κτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι. Ουδείς όμως ήκουε. Επεριμέναμεν και οι τρείς μας ολίγα λεπτά της ώρας, άτινα μας εφαίνοντο ατελείωτα, με την καρδίαν σφιγμένην εις την σκέψιν, ότι το καθήκον μας καθίστα συνενόχους μιας τοιαύτης ατιμίας.
Εις το τέλος ο ίδιος ο Μεταξάς ενεφανίσθη εις μίαν μικράν θύραν της υπηρεσίας, με αναγνώρισε και διάταξε να μου επιτραπή η είσοδος. Οι δύο συνοδοί μου παρέμειναν εις τον δρόμον. Ο Μεταξάς ήτο ενδεδυμένος δια νυκτερινού επενδύτου μέσα από τον οποίον εφαίνετο το κολλάρο ενός βαμβακερού νυκτικού. Μου έσφιξε την χείρα και με ωδήγησεν εις μικράν αίθουσαν υποδοχής, ήτις θα ηδύνατο να υπάρχη εις την οικίαν οιασδήποτε οικογενείας μικροαστού. Μόλις εκαθήσαμεν του είπον ότι η κυβέρνησίς μου με είχεν επιφορτίσει να τω επιδώσω μίαν επείγουσαν ανακοίνωσιν, χωρίς να προσθέσω τίποτε άλλο, και του έδωσα το έγγραφον. Ο Μεταξάς ήρχισε να το αναγιγνώσκη. Αι χείρες του κατά την ανάγνωσιν του κειμένου έτρεμον ελαφρά και δια μέσου των διοπτρών του είδα τους οφθαλμούς του δακρύζοντας, όπως συνέβαινεν όταν ευρίσκετο υπό το κράτος συγκινήσεως.
Ο Έλλην Πρωθυπουργός όταν ετελείωσε την ανάγνωσιν του κειμένου, με προσέβλεψε και με φωνήν συγκεκινημένην, αλλά σταθεράν μου είπεν:
-«Ώστε έχομεν πόλεμον»!
Εδόθη η απάντησις ότι τούτο δεν ήτο απαραίτητον και ότι η Ιταλική Κυβέρνησις ήλπιζεν, ότι η Ελληνική θα εδέχετο την αξίωσίν της και θα άφηνε τα Ιταλικά στρατεύματα να διέλθουν δια να καταλάβουν τα στρατηγικά σημεία της χώρας.
-«Και που είναι τα στρατηγικά σημεία, περί των οποίων ομιλεί η διακοίνωσις;», ηρώτησεν ο Έλλην Πρωθυπουργός.
-«Δεν δύναμαι να σας είπω Εξοχώτατε. Η Κυβέρνησίς μου δεν με επληροφόρησε. Εκείνο το οποίον γνωρίζω είναι ότι το τελεσίγραφον εκπνέει την 6ην ώραν».
-«Εν τοιαύτη περιπτώσει η διακοίνωσις αύτη αποτελεί κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος».
-«Όχι Εξοχώτατε, είναι τελεσίγραφον».
-«Είναι ισοδύναμον προς κήρυξιν πολέμου.
-«Αλλά θα παράσχετε βέβαια τας ευκολίας τας οποίας ζητεί η κυβέρνησίς μου».
-«ΟΧΙ» απάντησεν ο Έλλην Πρωθυπουργός.
-«Δεν δύναμαι να σας είπω Εξοχώτατε. Η Κυβέρνησίς μου δεν με επληροφόρησε. Εκείνο το οποίον γνωρίζω είναι ότι το τελεσίγραφον εκπνέει την 6ην ώραν».
-«Εν τοιαύτη περιπτώσει η διακοίνωσις αύτη αποτελεί κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος».
-«Όχι Εξοχώτατε, είναι τελεσίγραφον».
-«Είναι ισοδύναμον προς κήρυξιν πολέμου.
-«Αλλά θα παράσχετε βέβαια τας ευκολίας τας οποίας ζητεί η κυβέρνησίς μου».
-«ΟΧΙ» απάντησεν ο Έλλην Πρωθυπουργός.
«Δεν δύναται ουδέ λόγος καν να γίνη περί ελευθέρας διελεύσεως. Ακόμη όμως και αν υπετίθετο ότι έδιδα μίαν τοιαύτην διαταγήν – διαταγήν την οποίαν δεν είμαι διατεθειμένος να δώσω, είναι τώρα τρείς το πρωί. Πρέπει να ετοιμασθώ να κατέβω εις τας Αθήνας, να εξυπνήσω τον βασιλέα, να καλέσω τον υπουργόν των Στρατιωτικών και τον Αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου, να θέσω εις κίνησιν όλας τας στρατιωτικάς τηλεγραφικάς υπηρεσίας, ούτως ώστε μία τοιαύτη απόφασις να καταστή δυνατόν να γίνη γνωστή εις τα πλέον προκεχωρημένα τμήματά μας εις τα σύνορα. Όλα αυτά είναι πρακτικά αδύνατα.
Η Ιταλία η οποία δεν μας παρέχει καν την δυνατότητα να εκλέξωμεν μεταξύ πολέμου και ειρήνης, κηρύσσει ουσιαστικώς τον πόλεμον εναντίον της Ελλάδος».
Έπειτα, εγειρόμενος και υποδεικνύων εις τον Ιταλόν Πρεσβευτήν ότι η συνομιλία των είχε τελειώσει, προσέθεσεν: «Πολύ καλά λοιπόν έχομεν πόλεμον»!
Την στιγμήν εκείνην εμίσησα το επάγγελμά μου, το οποίον μοι επέβαλε ένα τόσον θλιβερόν και ταπεινωτικόν καθήκον. Υπεκλίθην με βαθύτατον σεβασμόν πρό του υπερηφάνου γέροντος, ο οποίος δεν εδίστασεν ουδ’ επί στιγμήν να εκλέξη δια την Πατρίδα του την οδόν της θυσίας αντί της ατιμώσεως και απεχώρησα».
Εκείνος ο Υπερήφανος Γέροντας λοιπόν, σήκωσε στις πλάτες του το ασφυκτικό βάρος της ιστορικής, εθνικής ευθύνης και διέσωσε όχι την δημοκρατία -όπως σήμερα διακηρύσσουν οι αυτόκλητοι νταβατζήδες της- ούτε κάποια ψευδεπίγραφη και κίβδηλη ειρήνη, αλλά την Τιμή και την Αξιοπρέπεια του Μεγάλου μας Έθνους. Ο Ιωάννης Μεταξάς δεν εξέφρασε απλώς την συγκεκριμένη χρονική στιγμή την θέληση του Ελληνικού Λαού, εξέφρασε πολύ περισσότερο την ίδια την Ψυχή του Λαού μας όπως αυτή έχει σφυρηλατηθεί στον πολεμικό διάβα αιώνων.
Αδύνατον συνεπώς για τους σύγχρονους δειλούς και προσκυνημένους να τον πλήξουν. Διότι ξεκάθαρα, δεν διαθέτουν καν το Ηθικό ανάστημα να αντιπαρατεθούν με εκείνον και τις Ιδέες του. Γι’ αυτό τους στοιχειώνει ο Ιωάννης Μεταξάς και θα εξακολουθήσει να στοιχειώνει κάθε κατ’ επίφαση «δημοκράτη» που προδίδει την Πατρίδα και το Λαό μας.
Δίκαιη ως εκ τούτου και η κρίση της Θείας Δίκης: Σεβασμός απεριόριστος και Δόξα υπέρλαμπρη για τον Πατέρα της Νίκης του ’40, κατάρες κι ανάθεμα για τους συγχρόνους του, εθνικούς ολετήρες της μνημονιακής δικτατορίας, της υποταγής και των εθνικών ταπεινώσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου