Του Γ. Αγγέλη
Το πλαίσιο της συμφωνίας της 15ης Ιουνίου από την πλευρά του ΔΝΤ έχει θέσει ένα επιπρόσθετο όριο στις επόμενες εκδόσεις κρατικού χρέους για την Ελλάδα, αυτό της μη υπέρβασης ακόμα και προσωρινά του τρέχοντος ύψους του.
Παρά την υφιστάμενη διένεξη όσον αφορά το πώς θα καθοριστεί τελικά αυτό το "πλαφόν”, εντούτοις αυτό το στοιχείο της συμφωνίας προσθέτει αυξημένες δυσκολίες στον σχεδιασμό του ΥΠΟΙΚ και του ΟΔΔΗΧ για τις επόμενες εκδόσεις. Και αυτό γιατί "απαγορεύει” την αύξησή του από τα σημερινά όρια ακόμα και αν αυτό αφορά στη συγκέντρωση των αποθεματικών που θα παίξουν τον ρόλο "μαξιλαριού” διασφάλισης της οριστικής εξόδου στις αγορές μετά τον Αύγουστο του 2018.
Όπως υποστηρίζεται αρμοδίως στο ΥΠΟΙΚ, η στρατηγική που έχει χαραχθεί από τον ΟΔΔΗΧ όσον αφορά τις εκδόσεις που θα ακολουθήσουν έχει τρία βασικά στοιχεία: τη δρομολόγηση εκδόσεων, των οποίων οι διάρκειες ανταποκρίνονται στο ενδιαφέρον των αγορών και ταυτόχρονα εξυπηρετούν τη σταδιακή και ήπια αναδιάταξη των λήξεων όσο αφορά τη δεκαετία που ακολουθεί.
Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε επιλέχθηκε η πρώτη έκδοση να μεταφέρει μέρος των λήξεων του 2019, του μόνου από τα αμέσως επόμενα έτη με υψηλό όγκο εξυπηρέτησης χρέους (πάνω από 15 δισ. ευρώ) σε επόμενη διετία αποκαθιστώντας ταυτόχρονα ένα σημείο της επιτοκιακής καμπύλης. Οι διάρκειες που ευνοούν αυτήν τη λογική είναι εκείνες των επτά και δέκα ετών και προς τα εκεί θα κατευθυνθούν οι επόμενες εκδόσεις αν και είναι πολύ πιθανό να γίνουν κινήσεις που θα ελαφρύνουν ακόμα περισσότερο τις υποχρεώσεις του 2019.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η αρχική επιλογή για την έκδοση του πενταετούς δεν είχε εξαρχής την προοπτική διάθεσης ταυτόχρονα σε παλιό (ανταλλαγή με ομόλογα του 2014) και νέο (αγορά νέων ομολόγων) χρήμα.
Η επιλογή τής κατά το ήμισυ διάθεσης σε παλιό και νέο χρήμα έγινε όταν οι σύμβουλοι διαπίστωσαν ταυτόχρονα δύο "αντίθετες” τάσεις. Οι θεσμικοί που κατέχουν τα παλιά ομόλογα δεν έδειξαν καθολικό ενδιαφέρον να ανταλλάξουν τα παλιά με νεότερα με τόσο "μικρό” αντάλλαγμα όσον αφορά τη νέα απόδοση.
Μόνο ένα μέρος αυτών (ελληνικές συστημικές τράπεζες) το θεώρησαν ικανοποιητικό με δεδομένο οτι αυτές έτσι κι αλλιώς κουβαλάνε στους ισολογισμούς τους το "ρίσκο” της χώρας.
Αντίθετα διαπιστώθηκε από τους συμβούλους ότι εκδηλώθηκε για πρώτη φορά κάποιο ενδιαφέρον, μικρό αλλά αξιοσημείωτο, από ξένους θεσμικούς παρά τις μικρότερες (σε σχέση με εκείνο του 2014) αλλά οπωσδήποτε σημαντικές και μη συγκρίσιμες στο επίπεδο των αποδόσεων με τις άλλες ευρωπαϊκές κρατικές εκδόσεις ομολογιακών δανείων. Η εκδήλωση αυτού του ενδιαφέροντος παρά την ισχύ των capital controls και τη διατήρηση του χαρακτηρισμού του ελληνικού χρέους ως μη βιώσιμου από πλευράς ΔΝΤ παραμένει ως ένα στοιχείο προσδοκιών αλλά και αβεβαιότητας.
Στο ενδιαφέρον αυτό πάντως βασίσθηκε η απόφαση να διατεθεί ένα μέρος της έκδοσης σε νέους "αγοραστές”. Και, όπως υποστηρίζεται, αυτό θα μπορούσε να επεκταθεί στις επόμενες εκδόσεις, αν δεν υπήρχε ο "κόφτης” από την πλευρά του ΔΝΤ.
Σε κάθε περίπτωση η ομαλοποίηση των λήξεων και η κάλυψη της επιτοκιακής καμπύλης κυρίως σε διάρκειες μεταξύ των πέντε και δέκα ετών θα είναι ο βασικός στόχος.
Η στρατηγική αυτή βασίζεται στη σύνδεση των επόμενων εκδόσεων με τα παράθυρα ευκαιριών που θα δημιουργούν οι ολοκληρώσεις των επόμενων αξιολογήσεων.
Στις παρατηρήσεις πάντως παραγόντων ότι οι εκδόσεις εταιρικών ομολόγων που προηγήθηκαν πέτυχαν χαμηλότερα επιτόκια από εκείνα της έκδοσης του πενταετούς ομολόγου, η απάντηση που δίδεται από πλευράς ΥΠΟΙΚ είναι άτοπη. Αυτές οι εκδόσεις (των εταιρικών ομολόγων) απευθύνονται σε ένα εντελώς διαφορετικό επενδυτικό κοινό, αυτό που αναζητά διέξοδο από τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων λόγω της ασφυκτικής πίεσης των capital controls, ενώ τα κρατικά ομόλογα απευθύνονται σε εντελώς διαφορετικό κοινό θεσμικών επενδυτών με άλλα κριτήρια και επενδυτικές δυνατότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου