από την Ρουντίνα Τζούνγκα (Έγκριτη Δημοσιογράφος)
Γνωρίζω μια κυρία η οποία ήταν δασκάλα στα Τίρανα. Επί χρόνια ζει στην Ελλάδα και καθαρίζει σπίτια. Τώρα είναι ηλικιωμένη, καθαρίζει σκάλες πολυκατοικίας.
Που και που παίρνει τηλέφωνο τον υιό της και του λέει πως η γειτόνισσα της κλέβει το σπίτι. Μπαίνει κρυφά και της κλέβει το λάδι το τυρί που εκείνη έχει φυλάξει για να το δώσει στις εγγονές της. Ο υιός ξεκινάει από τα Τίρανα, πηγαίνει να την δει και την εξασφαλίζει πως η γειτόνισσα δεν έχει από πού να μπει.
Εκείνη έχει τα πρώτα σημάδια της άνοιας αλλά δεν θέλει να πάει στο γιατρό. Το μόνο πράγμα που την νοιάζει εκτός από την γειτόνισσα της είναι η σύνταξη.
Αν και ο υιός της την παρακαλάει, θέλει να μείνει και τρεις μήνες, γιατί τότε συμπληρώνει την ηλικία για να πάρει σύνταξη και αφού την πάρει μπορεί να έρθει στα Τίρανα για να κάνει εξετάσεις, να αγοράσει φάρμακα και να ζήσει τα τελευταία της χρόνια με την σύνταξη ενός μέρους της ζωής της ως καθαρίστρια στην Ελλάδα, σύνταξη που ούτε καν συγκρίνεται με αυτό που θα έπαιρνε ως δασκάλα στην Αλβανία.
Τώρα εκείνη φοβάται και ρωτά τον υιό της, εάν υπάρχουν προβλήματα μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας μήπως μείνει χωρίς σύνταξη.
Γνωρίζω και μια νέα κοπέλα που παντρεύτηκε στα 18 της χρόνια, στην Ελλάδα. Γέννησε έναν γιο και αφού χώρισε από τον άνδρα της, έφυγε από την Αθήνα και άφησε τον υιό της να ζήσει εκεί με τον πατέρα του.
Στα Τίρανα εργάζεται ως αισθητικός. Το μυαλό της είναι στο υιό της, αλλά δεν θέλει να το βγάλει από το σχολείο, ούτε να τον απομακρύνει από τις δυνατότητες που προσφέρει η Αθήνα και φυσικά δεν μπορούν τα Τίρανα.
Κάθε μέρα, όταν φτάνει η ώρα που το παιδί τελειώνει το μάθημα εκείνη τον παίρνει τηλέφωνο για να ξέρει αν είναι στο σπίτι η στους δρόμους. Αυτό και το απόγευμα και το βράδυ και το πρωί , γιατί η μητέρα δουλεύει στα Τίρανα και ζει με την ώρα της Ελλάδας. Τώρα φοβάται μήπως διώξουν το υιό της. Που να τον πάω λέει. Πού;
Γνωρίζω και πολλούς άλλους που πηγαίνουν κάθε καλοκαίρι για διακοπές σε σπίτια ελλήνων. Γνωρίζω πολλούς που έχουν παντρευτεί με έλληνες. Άλλους που έχουν παιδιά και άντρες στις ελληνικές φυλακές. Δεν γνωρίσω κανέναν που μοιράζει την ζωή του με την Ελλάδα και να ένοιωσε ποτέ περήφανος για την εθνικότητα του, μετά από τις δηλώσεις του Ράμα και την έκρηξη των πατριωτικών ελληνοαλβανικών «μαχών».
Οι αλβανοί θέλουν να ζήσουν και όχι όλοι θέλουν να πουλούν μούρη στο Facebook.
Για το λόγο αυτό είναι εντελώς άσχετα τα λεγόμενα, «Η Χιμάρα είναι δική μας και την Ελλάδα την κάναμε εμείς»
Ο μόνος τρόπος για να συμβιώσεις με ένα γείτονα είναι να μην προκαλέσεις συγκρούσεις, αλλά να δεχτείς ότι η σχέση είναι περίπλοκη. Σε μία σχέση αναγκαία, σχέση ζωής και πολύ πιθανής.
Ίσως ο Ράμα να ζει μια επιστροφή στην νεανική του ηλικία, όταν ήταν στην Ελλάδα και ίσως να σκέφτεται όπως και πολλοί από μας: Αυτοί τι έχουν και είναι πιο πλούσιοι; Δεν είναι ούτε πιο ικανοί ούτε πιο σοφοί.
Ίσως ο Ράμα να νοιώθει πιο σίγουρος και μαθηματικά ολοκληρωμένος, μετά από την συμμαχία που έκανε με τον Ιντριζη (Τσάμικο Κόμμα)
Αλλά, αν είναι έτσι, τίποτα από αυτά δεν είναι αρκετό για να πετάξεις το γάντι στους Έλληνες.
Μπορεί να πουλήσει μαγκιές στο Μέτα αλλά όχι στον Τσίπρα.
Οι αναμνήσεις της νεότητας δεν θα τον βοηθήσουν να λύσει τα προβλήματα της διακυβέρνησης.
Οι αλβανοί έχουν ανάγκη τους έλληνες και οι έλληνες τους αλβανούς, ως δύο γείτονες. Ίσοι ή όχι, αυτό το καθορίζει ο τρόπος επικοινωνίας.
Γιατί ένας ίσος, δεν έχει ανάγκη να δείξει πως είναι ίσος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου