Χασισοπότες, Τεκέδες, Ρεμπέτικο, Νταήδες και Αστυνομικές Διώξεις στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου…
Γράφει ο Φώτης Παπαδόπουλος
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε ανεβάσει στα ύψη την ανεργία και τον πληθωρισμό στην Ελλάδα. Οι συνθήκες διαβίωσης για το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού ήταν δύσκολες και τα κατώτερα αστικά στρώματα των πόλεων, μαζί με τους εργάτες και τους πρόσφυγες, συχνά επιβίωναν χάρη στα δημοτικά συσσίτια. Είναι μια περίοδος που ο τιμάριθμος καλπάζει και τα ευρέα λαϊκά στρώματα ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης. Η αισχροκέρδεια και η νοθεία στα τρόφιμα συμπληρώνουν και επιβαρύνουν το αρνητικό κλίμα. Στον αντίποδα, η κοσμική ζωή των ανώτερων τάξεων συνεχιζόταν απρόσκοπτα με χαρτοπαιξία, παιχνίδια στον ιππόδρομο και κοσμικές εκδηλώσεις. Ο νέος τρόπος ζωής θεμελιώνεται πάνω στο μοντέλο του καταναλωτισμού και εισάγονται καινούργια υλικά σύμβολα όπως το ραδιόφωνο και το αυτοκίνητο τα οποία, στο εξής, θα καθορίσουν την κοινωνική ιεραρχία.
ΠΡΟΣΦΕΡΕΤΑΙ ΚΑΙ ΚΑΦΕΣ…
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ανθεί η χασισοποσία στη μεσοπολεμική Ελλάδα. Καφενεία που πωλούν «καραμέλες, σοκολάτες, ζαχαρωτά και λοιπά», ή άλλα που –όπως αναφέρει κάποια εφημερίδα– αναγράφουν σε ξεχωριστή πινακίδα δίπλα στο τζάμι ότι «προσφέρεται και καφές» αν και στην πρόσοψη υπάρχει τεράστια ταμπέλα που γράφει ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ, ενημερώνουν συνωμοτικά για το διαθέσιμο μαυράκι και βρίσκονται σε κάθε γειτονιά. Στο Βοτανικό, στον Υμηττό, στο Μεταξουργείο, στην Καισαριανή, στις παράγκες του Πειραιά δίπλα στους πρόσφυγες, αμέτρητα χαμόσπιτα, μαγαζάκια και καφενεδάκια γεμίζουν το ναργιλέ με χασίσι και τον «πατάνε» για να «πιούν» οι ενδιαφερόμενοι. Άλλα τόσα μαγαζιά υπάρχουν στο Βόλο, στη Λάρισα, την Πάτρα και την Καλαμάτα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας λειτουργούν 18 τουλάχιστον χασισοποτεία, στο συνοικισμό Νεάπολη της Θεσσαλονίκης γύρω στα 15 και τρία ακόμη βρίσκονται στη συνοικία Χαριλάου.
Οι χασικλήδες συλλαμβάνονται, δικάζονται, εξορίζονται ή κρατούνται για λίγο καιρό στη φυλακή προς σωφρονισμό και στη συνέχεια αφήνονται ελεύθεροι. Τεκέδες κλείνουν και ξανανοίγουν, μέχρι να τους επισκεφτούν ξανά τα λαγωνικά της Αστυνομίας Πόλεων.
Στα χρόνια της φτώχειας και της ανεργίας, ο ναργιλές, το χασίσι κι ο μπαγλαμάς που τραγουδάει την επιθυμία για το βοτάνι της Προύσας –αυτό που «ακόμη και τον πόνο των αμαρτωλών στον Άδη μπορεί να γιάνει»– αποτελούν την καθημερινότητα μιας αρκετά μεγάλης ομάδας ατόμων. Είναι ακατανόητο για όσους ευημερούν, για τους πολιτικούς, τους ανθρώπους του τύπου και των γραμμάτων ή τους λιμοκοντόρους, τους βαρυσήμαντους εν ολίγοις της εποχής, πώς γίνεται μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων να υπερβαίνει την καθημερινή μιζέρια και την αβεβαιότητα της επιβίωσής της, ρουφώντας τα ντουμάνια μιας αμφιλεγόμενης δρόγης, ακολουθώντας μια ιεροτελεστία που ενισχύει την αδερφικότητα, την ταύτιση και τον κοινό αναστεναγμό για όσα πληγώνουν. Είναι δύσκολο να καταλάβουν πώς αυτοί οι ταλαίπωροι, οι άνεργοι, οι μεροκαματιάρηδες, οι εργάτες, μαζί με τους αργόσχολους, τους παράνομους και τους νταήδες, βρήκαν μια κοινή ηδονή που τους ενώνει. Δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι όλοι αυτοί έχουν τη δική τους ιερή «μήτρα», που μέσα της ο χρόνος κυλάει αργά και οι αισθήσεις αυτονομούνται. Κι αφού τραβήξουν μια επιπλέον βαρβάτη ορθοπεταλιά, πιάνουν τα όργανα και αφηγούνται ιστορίες για το χασίσι, που σβήνει τους νταλκάδες και φέρνει τη λησμονιά από ένα σεβντά που κεντάει σαν το φίδι.
Τα ρεμπέτικα τραγούδια των τεκέδων, τα ονομαζόμενα και χασικλίδικα, χρόνια μετά τη γαλλική «Λέσχη των Χασισιστών» που η τέχνη τους –βγαλμένη από εσωτερικές αβύσσους– προσπαθούσε να συλλέξει το άναρχο «όνειρο» της τετραϋδροκανναβινόλης, έρχονται σε παρόμοιες συνθήκες μέθης να αφηγηθούν λιτά και αφτιασίδωτα αυτό που τους τρώει.
Οι δικοί μας «ποιητές των καταγωγίων» δεν εμβαθύνανε ούτε αναλύανε τις καταστάσεις με τον τρόπο που το έκαναν ο Μπωντλέρ ή ο Θεόφιλος Γκωτιέ στο Παρίσι της δεκαετίας του 1840. Στα χαμόσπιτα που γεννιούνται οι εμπνεύσεις του μπαγλαμά, δεν υπάρχουνε πιάτα από σμάλτο ή πορσελάνη, ούτε μεγάλα βενετσιάνικα κύπελλα και οι αίθουσες δεν έχουν σκαλιστά επιχρυσωμένα φατνώματα, μπερζέρες ή τζάκια μαρμάρινα. Το ελληνικό παράπονο εκφράζει ό,τι βλέπει και βιώνει, αβίαστα. Με λίγες άμεσες κουβέντες, στολισμένες απ’ τη μονότονη παρουσία του μικροσκοπικού μπαγλαμά, φτιάχνουν τραγούδια για το ναργιλέ που αποκτά πλέον υπόσταση συντρόφου, παινεύουνε το καλό χασίσι και περιγράφουνε λεπτομερώς τα παθήματα και τις αναποδιές του βίου τους:
«Ένα βραδάκι βρε παιδιά μας στήσανε καρτέρι
Και μας περικυκλώσανε μέσα στου μαουνιέρη.
Κάποιος μπαμπέσης ο άτιμος, μαρτύρησε το χάνι
Ήρθαν και μας μπλοκάρανε δώδεκα πολιτσμάνοι
Τα κλομπς βαρούσαν δώδεκα κι εμείς μαστουρωμένοι
Τρεις κάμες ξεβρακώσαμε, μα βγήκαμε χαμένοι
Φάγαμε ξύλο, βρε άθεο, μον’ πώς δεν μας σκοτώσαν
Και όλους από τέσσερα χρονάκια μας φορτώσαν».
Σε δυο στροφές όλες κι όλες, μαθαίνουμε ποιος τους την έπεσε, ότι κάποιος κάρφωσε τον τεκέ, δέχθηκαν επίθεση, ξεβράκωσαν τρεις κάμες κι έφαγαν τέσσερα χρόνια, λόγω μαστούρας. Αυτή η τραγική κατάσταση μεταμορφώνεται σε έναν ξερό νταλκά, κεντημένο με τα όργανα που έφεραν οι πρόσφυγες απ’ την Ανατολή, την οποία η α φαν γκατέ των Αθηνών θέλει να ξεχάσει. Οι δαρμένοι μετά την αποφυλάκιση τραγουδάνε με την ομήγυρη στον τεκέ την περιπέτειά τους, ξαναφουμάροντας έναν καλοπατημένο ναργιλέ.
Ο ΜΠΑΓΛΑΜΑΣ
Το 1934 οι αναγνώστες του Θάρρους στον Πειραιά, πληροφορούνται για τον μπαγλαμά, αυτό το άγνωστο όργανο το οποίο ελάχιστοι γνωρίζουν αφού σπάνια ακούγεται σε οικογενειακές διασκεδάσεις και σχεδόν ποτέ σε κοσμικές συγκεντρώσεις. «Τα τραγούδια του μπαγλαμά δημιουργούνται ως επί το πλείστον στις φυλακές και στους τεκέδες από λωποδύτας και χασισοπότας και γι’ αυτό ο πολύς κόσμος τα αγνοεί» γράφει ο συντάκτης Φ. Γ. Σημειώνει δε ότι πολλές εκατοντάδες λαϊκών δίστιχων, αληθινών αριστουργημάτων, εμπνεύσθηκαν από τους ήχους του μπαγλαμά. Ο αρθρογράφος δεν παίρνει θέση απέναντι στον τρόπο ζωής των δημιουργών, κάνει όμως μια απόπειρα να μεταφέρει στους αμύητους αναγνώστες το μουσικό ύφος αυτών των άγνωστων ακουσμάτων.
«Τα τραγούδια του μπαγλαμά, από απόψεως μέτρου παρουσιάζουν αυτήν την ιδιορρυθμίαν. Είνε τα πλείστα οκτασύλλαβα, δίστιχα ή τετράστιχα, ενώ τα δημοτικά μας τραγούδια είνε συνήθως δεκαπεντασύλλαβα. Αλλά και οι σκοποί των –έχουν δυο τρεις σκοπούς ξεχωριστούς– είνε γοργότεροι από τους σκοπούς των περισσοτέρων των δημοτικών μας τραγουδιών. Τα θέματα επίσης των τραγουδιών του μπαγλαμά περιγράφουν τα πράγματα που αφορούν την ζωήν της παλληκαριάς, της φυλακής, των χασισοποτείων και άλλων καταγωγίων και την πάλην μεταξύ λωποδυτών και χωροφυλάκων».
Ο συντάκτης εξηγεί ότι λόγω της ατμόσφαιρας στην οποία εμπνεύστηκαν τα συγκεκριμένα τραγούδια, δεν μπορούν να αναφέρονται παρά μόνο σε τέτοια θέματα. Και κλείνει δημοσιεύοντας για το κοινό ένα καθ’ αυτό τραγούδι της φυλακής: «Σήκω το γελεκάκι μου να ιδής τη μαχαιριά μου / για σένα μου τη δώσανε βαθειά μες στην καρδιά μου!»
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι θαμώνες των τεκέδων, οι οπαδοί της ηδονιστικής δρόγης, δεν είναι μόνο εγκληματίες και αργόσχολοι ηδονιστές, όπως θέλει να τους παρουσιάζει η αστυνομία και οι εφημερίδες της εποχής. Από τα στοιχεία που υπάρχουν, το μόνο έγκλημα που οι περισσότεροι φαίνεται να διέπραξαν είναι ότι κάπνιζαν το απαγορευμένο πλέον και με νόμο φυτό, το οποίο επιφέρει την ποθητή γαλήνη απομακρύνοντας τις μαύρες ιδέες που γεννάει η φτώχεια.
ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ ΧΑΣΙΣΟΠΟΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΩΝ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1930
Η πλειοψηφία των συλληφθέντων για χασισοποσία το έτος 1930, όπως φαίνεται από τον πίνακα της αστυνομίας «Παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών φαρμάκων των συλληφθέντων τοξικομανών–χασισοποτών», είναι άνεργοι. Ειδικότερα, σε σύνολο 685 ατόμων που συνελήφθησαν από την Γενική Ασφάλεια Αθηνών το 1930 για χρήση κοκαΐνης, ηρωίνης ή κάνναβης, οι 468 καταγράφονται ως άνεργοι. Από αυτούς, οι 31 έκαναν χρήση κοκαΐνης και ηρωίνης, ενώ 437 πιάστηκαν να καπνίζουνε χασίς σε τεκέδες. Από τον ίδιο πίνακα, φαίνεται ότι η αμέσως επόμενη σε πληθυσμό ομάδα συλληφθέντων είναι οι καφεπώλες: σύνολο 43, καθώς και 23 υπάλληλοι καφενείου. Οι 33 από τους συλληφθέντες ήταν βιοτέχνες, 27 εργάτες, 16 εφημεριδοπώλες και οι υπόλοιποι φαρμακέμποροι, παλαιοπώλες, οδηγοί αυτοκινήτων και δύο στρατιωτικοί. Οι καφεπώλες, δηλαδή οι τεκετζήδες, είναι πρώτοι στη λίστα των συλληφθέντων για τοξικομανία (κοκαΐνη, ηρωίνη). Τριανταπέντε από αυτούς πιάστηκαν για ναρκωτικά (κοκαΐνη, ηρωίνη) και μόλις 8 να καπνίζουνε χασίς εντός του καταστήματος.
Αυτά τα στοιχεία αποτυπώνουν μια σχετική μόνο εικόνα της εποχής και των πρωταγωνιστών της, αφού σ’ αυτούς δεν καταγράφονται φυσικά όσοι χρήστες απέφυγαν την τσιμπίδα του νόμου. Και είναι γεγονός ότι η υψηλή κοινωνία της εποχής δοκίμαζε τις απολαύσεις του χασίς αλλά και της κοκαΐνης, στην ασφάλεια και τη μυστικότητα του σαλονιού της. Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η αναφορά της εφημερίδας «Ακρόπολις», ήδη από το 1915, για όργια σε σπίτια περί την πλατεία Κάνιγγος, στα οποία συμμετείχαν γιοι τραπεζικών και φοιτητές, επιδιδόμενοι σε αιθεροποσίαν και κοκαϊνοποσίαν «ανάμεσα σε γύναια της νυκτερινής και της υπογείου ζωής των καφέ σαντάν, διαρκούσαν ολοκλήρους οργιώδεις νύκτας».
Σημειώστε ότι στους αριθμούς των συλληφθέντων δεν συμπεριλαμβάνονται οι απλώς χρησιμοποιούντες ναρκωτικά που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του τότε ισχύοντος νόμου «περί επαιτείας και αλητείας» (βλ. Canavaccio, «Η ποινικοποίηση της ινδικής κάνναβης», σελ. 25).
Στην αναφορά της αστυνομίας που συνοδεύει τον αναλυτικό πίνακα των συλληφθέντων μαθαίνουμε ότι «η απλή χρήσις ναρκωτικών, πλην του χασίς δεν εθεωρείται αυτή καθ’ εαυτήν ως κολάσιμο αδίκημα υπό του τότε ισχύοντος Νόμου “περί μονοπωλείου ναρκωτικών φαρμάκων” και συνεπώς η Αστυνομία δεν είχε το δικαίωμα της συλλήψεως των απλώς τοξικομανών».
Η ίδια αναφορά, για τους τοξικομανείς, καταγράφει ορισμένα συμπεράσματα ως προς την έξη τους και τον τρόπο που την απέκτησαν: «Ως προκύπτει, μόνον 1,15% εκ του συνόλου των κατά το έτος 1930 συλληφθέντων είχον σωματικήν αναπηρίαν και πιθανόν ν’ απέκτησαν την έξιν κατά την διάρκειαν της θεραπείας των τραυμάτων των. Δια το 98,8% τούτων δεν δύναται να υποστηριχθή το τοιούτον, διότι και η σύφιλις, υφ’ ης έχουσι προσβληθή το 7,5% και η φυματίωσις, εξ ης πάσχουσι τα 4,9% του συνόλου, δεν συνοδεύονται υπό πόνων, οίτινες να έχωσιν ανάγκην καταπραϋντικών.
Το πιθανώτερον επομένως είναι, ότι το μέγα ποσοστό των τοξικομανών απέκτησε την έξιν της χρήσεως ναρκωτικών, διότι παρεσύρθη εις τον αλητικόν
βίον και υπό την επίδρασιν του παραδείγματος άλλων αλητών ειθισμένων εις την χρήση ναρκωτικών, ή διότι ηθέλησεν εκ περιεργείας ή εκ μιμήσεως να δοκιμάση τι αισθάνονται οι τοξικομανείς και εκυριεύθη υπό του πάθους. Ούτως εκ των 695 συλληφθέντων του έτους 1930: Οι 31 ειθίσθησαν εις την χρήσιν ναρκωτικών συνεπεία μιμήσεως. Οι 484 διότι παρεσύρθησαν εις τον αλητικόν βίον εκ φυγοπονίας. Οι 106 διότι παρεσύρθησαν εις τον αλητικόν βίον λόγω ροπής από χαρακτήρος. Οι 11 διότι παρεσύρθησαν εξ ενδείας και οι 63 με την πρόθεσιν του κέρδους ησχολούντο εις την πώλησιν ναρκωτικών και ειθίσθησαν και οι ίδιοι εις την χρήσιν των».
Οι αστυνομικές αρχές ανησυχούν επίσης για την αύξηση της εγκληματικότητας και τη συσχετίζουν με τους τοξικομανείς και τους χασισοπότες. Αυτή η αύξηση, λένε, είναι απότοκος της ειδικής ψυχικής καταστάσεως υπό την οποίαν διατελούν οι τοξικομανείς και χάρις εις την οποίαν χαλαρούται η ψυχική αντίστασις εις τας παρορμητικάς προς διάπραξιν εγκλήματος πράξεις. Έτσι, οι χασισοπότες υπό την επήρεια του χασίς εκτρέπονται σε επιθέσεις, τραυματισμούς και ληστείες, ενώ οι άλλοι τοξικομανείς (ηρωινομανείς κλπ.) προσβάλλουν ως επί το πλείστον την ξένη περιουσία.
Η μέθοδος που εφαρμοζόταν τότε για την αποτοξίνωση των εθισμένων ήταν η «εν ειδικοίς απομονωτηρίοις δια της βαθμιαίας αποχής εκ της χρήσεως των προκαλεσάντων την τοξικομανίαν ταύτην ναρκωτικών».
Την ίδια περίοδο γίνεται λόγος και για τα αποκαλούμενα «αντιοπικά καταπότια» (pilules antiopium), τα οποία χρησιμοποιούσαν ευρύτατα στη Μέση Ανατολή και διαφημίζονταν ως αβλαβή, υποσχόμενα ότι επιφέρουν γρήγορα την ίαση. Όμως, η χημική τους ανάλυση έδειξε ότι αυτά «πλην της καφεΐνης, κινίνης ή της στρυχνίνης περιέχουσι ποσότητας ποικίλλας ηρωίνης (διακετυλομορφίνης)»!
Το συμπέρασμα είναι ότι: «το πρόβλημα της τοξικομανίας θα λυθεί αφ’ εαυτού δια της κοινής και ειλικρινούς συμφωνίας όλων των Κρατών περί του περιορισμού της παραγωγής των ναρκωτικών και της κατανομής αυτών αποκλειστικώς και μόνον δια τας θεραπευτικάς ανάγκας των λαών και της διαχειρίσεως των προς τον σκοπόν τούτον αναγκαιουσών ποσοτήτων μονοπωλιακώς παρά των Κρατών και δια των υπευθύνων κυβερνήσεων».
ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΩΝ ΥΠΟ ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΣΤΕΡΗΣΗΣ
Ο τοξικομανής μοιάζει σαν ένα παροξυσμικό ερεβώδες αγρίμι στα μάτια της αστυνομίας, η οποία δεν γνωρίζει πώς να διαχειριστεί την κατάσταση. Της λείπουν οι γνώσεις, τα εφόδια και η διάθεση. Οι αστυνομικοί του τμήματος Γενικής Ασφαλείας γίνονται μάρτυρες των αντιδράσεων όσων δεν έχουν λάβει τη δόση τους. Περιγράφονται με γλαφυρό τρόπο το 1930 σε Έκθεση του αστυνόμου Α. Κουτσουμάρη:
«Κρατούμενοι τοξικομανείς, όταν εγγίζη η ώρα, καθ’ ην έδει να λάβουν την συνειθισμένην δόσιν ναρκωτικού των, απαιτούν επιμόνως να τοις χορηγηθή αύτη παρά των αστυνομικών, ωρυόμενοι κυριολεκτικώς εναντίον των εν περιπτώσει αρνήσεώς των. Βλασφημούν, εκστομίζουν τας χυδαιοτέρας των ύβρεων ή αλλάζοντες τόνον εκλιπαρούν τον οίκτον των επί της δυστυχίας των. Θρηνούν γοερώς και με λυγμούς. Ρίπτονται επί του δαπέδου κτυπώντες και την κεφαλήν των ακόμη καταγής. Σείουν μανιωδώς την θύραν του κρατητηρίου ή καταφέρουν ισχυρά λακτίσματα επ’ αυτής αναστατώνοντες κυριολεκτικώς την συνοικίαν δια να περιπέσουν μετ’ ολίγον, μετά την πάροδον της νευρικής διεγέρσεως συνεπεία εξαντλήσεως, ην υπέστησαν εκ της κρίσεως, εις πλήρην σχεδόν αναισθησίαν, κατά την διάρκειαν της οποίας δεν ακούεται η ο βαρύς βόγγος του άλγους των, όστις επιτείνεται από την εξάντλησιν του οργανισμού των, συνεπεία της ακατασχέτου τάσεως προς έμμετον, ην αισθάνονται».
Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Οι περισσότεροι χασισοπότες στις αρχές της δεκαετίας του 1930 συλλαμβάνονται στη Στοά Πάππου. Πρόκειται για τη στοά που βρίσκεται ακόμη απέναντι από την είσοδο του πρώην Χρηματιστηρίου της οδού Σοφοκλέους. Εκεί, σ’ ένα από τα κεντρικότερα σημεία της πρωτεύουσας που ήταν γνωστό στέκι χασικλήδων και τοξικομανών, πιάστηκαν συνολικά 31 άτομα. Η σχετική λίστα της αστυνομίας περιλαμβάνει όλα τα καφενεία–τεκέδες στα οποία έγιναν συλλήψεις και προσαγωγές εκείνη τη χρονιά.
Εκτός από τη Στοά Πάππου, στην οδό Μενάνδρου 50 συνέλαβαν συνολικά 15 άτομα, άλλα 6 πίσω από την Δημαρχία, όλοι μαζί 135 οπαδοί του χασίς πιάστηκαν σε καφενεία που παρείχαν μαζί με τον καφέ και την απαγορευμένη απόλαυση. Καφενεία που λειτουργούν στους πιο γνωστούς δρόμους και περιοχές του κέντρου των Αθηνών: Ζήνωνος και Σατωβριάνδου, Σωκράτους, Αρμοδίου, Πειραιώς, πλατεία Βάθης, αλλά και στη λεωφόρο Συγγρού, στη Μιχαήλ Βόδα και στο τέρμα Αμπελοκήπων.
Όσοι πιάνονται, οδηγούνται στην αστυνομική διεύθυνση για τα περαιτέρω, καταγραφή στοιχείων, καταγραφή στιγμάτων ή άλλων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και φωτογράφηση.
Ανάμεσά τους διακρίνουμε κυρίως νεαρά άτομα, κάποιον τύπο με γραβάτα και κανά δυο ανήλικους. Φοράνε τα παλτά, τα σακάκια και τα καπέλα τους, δείχνουν ταλαιπωρημένοι και τα παπούτσια τους είναι κουρελιασμένα. Κοιτάζουν το φακό του φωτογράφου της αστυνομίας με στωικότητα. Δεν φαίνεται να απορούν, ξέρουν τις διαδικασίες, όμως η σύλληψη εξακολουθεί να είναι μια ανεπιθύμητη εξέλιξη. Η στέρηση της ελευθερίας, όταν δεν ενοχλείς κανένα, δεν είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί…
Όλοι αυτοί πιάστηκαν επειδή δεν πρόλαβαν να εξαφανίσουν τα πειστήρια του εγκλήματος. Μέσα στον τεκέ, αν δεν έβρισκαν το λουλά να καπνίζει δεν υπήρχε βεβαιωμένη παράβαση. Έπρεπε να βρεθούν τα πειστήρια της παρανομίας. Κι όποτε η μύτη του Νόμου ανακάλυπτε τα ντουμάνια, πιάνανε τους ναργιλέδες και τους χασικλήδες και, με τα πόδια, στη σειρά σαν τρόπαια, τους οδηγούσαν στο τμήμα κάτω από τα απορημένα βλέμματα των περαστικών.
Συχνά η αστυνομία παρακολουθούσε τα σπίτια σεσημασμένων χασισοποτών στα οποία είχε πληροφορίες ότι συναθροίζονταν «διάφορα ύποπτα άτομα». Στις 26 Μαΐου 1928, γίνεται έφοδος στην οικία του γνωστού στην αστυνομία χασισοπότου Ι. Παπαδόπουλου και συλλαμβάνονται 7 άτομα: ένας 27χρονος αμαξηλάτης κάτοικος Ναυαρίνου 8, ένας αρτοπώλης 25 ετών κάτοικος Σεπολίων 8, ένας σοφέρ 25 ετών κάτοικος Πραξιτέλους 25 και 4 ακόμη άτομα ηλικίας 19-25 ετών, εκ των οποίων ο ένας ήταν φοιτητής της Νομικής και, από τους υπόλοιπους, ένας κρεοπώλης, ένας αχθοφόρος και ένας υπάλληλος καφενείου. Το ρεπορτάζ της εφημερίδας που δημοσίευσε την είδηση σημειώνει ότι «εντός της οικίας ταύτης ανευρέθησαν και πειστήρια του αδικήματος ήτοι ναργιλές εξ ινδοκαρύου, εν πακέττο τουμπεκί και 15 δράμια χασίς άτινα και κατεσχέθησαν».
ΧΑΣΙΣΟΠΟΤΕΣ ΚΑΙ ΤΕΚΕΔΕΣ
Η αρνητική στάση εναντίον αυτών που κάπνιζαν χασίς και οι διώξεις, μοιάζουν με τιμωρία μιας κοινωνικής ομάδας που βρήκε τον τρόπο να βγάλει τη γλώσσα στη μιζέρια που βίωνε καθημερινά. Από τις στρατιές των ανέργων που ζούσαν σε καθεστώς ανέχειας, ενοχλούσαν όσοι επέλεγαν τη «βασιλεία» του χασίς, όσοι γινόντουσαν «δερβισάδες» μ’ ένα κομμάτι μόνο μαύρο και μ’ ένα σιροπιαστό μπινελίκι.
«Μόλις φουμάρουνε οι χασικλήδες» λέει ο Μάρκος Βαμβακάρης στην Αυτοβιογραφία του «δεν τους ενδιαφέρει αν ζούνε ή αν πεθαίνουνε. Είναι ησυχότατοι, δεν πειράζουν άνθρωπο. Μόνον να φαν θέλουν όταν πεινάσουν και τίποτα παραπάνω και να κοιμηθούν, να βλέπουνε όνειρα».
Και ο Γιάννης Πολυκανδριώτης συμφωνεί, σε συνέντευξή του στο Λευτέρη Παπαδόπουλο, το 1972:
«Καλύτεροι άνθρωποι από τους χασικλήδες δεν υπάρχουνε! Όταν τραβάς χασίσι καλμάρουνε τα νεύρα σου. Ζαλίζεσαι λιγάκι και κάθεσαι ήσυχος στη γωνιά σου, δεν πειράζεις άνθρωπο. Αλλά ο νόμος κάνει ό,τι θέλει. Λέει πως όποιος πίνει χασίσι γίνεται οκνός και δεν πάει στη δουλειά του. Κατάλαβες τι γινότανε; Φουμάριζες, την άραζες και δεν πήγαινες στη δουλειά σου».
Οι περιγραφές αντίθετα που βρίσκουμε στις αστυνομικές εκδόσεις, φανερώνουν την προκατάληψη για τους χασικλήδες (Ν. Αρχιμανδρίτη, «Επιστημονική και Τεχνική Αστυνομία», 1957):
«Οι χασισοπόται εκ της επιδράσεως του χασίς και της όλης αυτών διαβιώσεως, έχουν διαμορφώσει ίδιον τύπον με έντονα εξωτερικά γνωρίσματα και συμπεριφοράν, εξ ων διακρίνεται η αντίθεσις αυτών προς το κοινωνικόν σύνολον.
Ο χασισοπότης διακρίνεται από τας βραδείας κινήσεις του, την πελιδνήν όψιν του προσώπου, το απλανές και πονηρόν βλέμμα και από το κάτω χείλος όπερ κρέμαται κυριολεκτικώς, δίδον έκφρασιν καταπεπονημένου και σκοτεινού ανθρώπου. Η ομιλία του είναι βραχνή και προφέρει βραδέως τας λέξεις, παρενθέτων συνθηματικάς φράσεις. Αι κινήσεις και το ύφος του, οσονδήποτε και αν εμφανίζεται ούτος ενδεδυμένος καλώς, προδίδουν την ιδιότητά του, διότι βαδίζει πάντοτε νωχελώς με κυρτωμένην ελαφρώς την μιαν ωμοπλάτην και με κρεμασμένας τας χείρας κατά μήκος του σώματος. Το όλον ύφος του είναι βαρυαλγές και διαρκώς παραπονείται δια την “άτιμη” τύχην του. Γενικώς ο χασισοπότης αποφεύγει την έντιμον εργασίαν και παρουσιάζει δραστηριότητα μόνον οσάκις εγκληματεί, οπότε επιδεικνύει αλληλεγγύην, φιλοτιμίαν και γενναιότητα δια την προστασίαν των ομοίων του χασισοποτών».
Και ο καθηγητής Στριγγάρης, στο ίδιο κλίμα, παρατηρεί ότι «η εκφραστική κινητικότης των χασισοποτών απαρτίζεται από σειρά στερεοτύπων κινήσεων τας οποίας ιδιοποιούνται συν τω χρόνω και τας οποίας δύναται να ανεύρη τις ομοιομόρφως εις όλους. Το σώμα ελαφρώς προς τα πρόσω κεκλιμένον, οι οφθαλμοί ημιάνοικτοι, βλέμμα ειρωνικόν ή βλοσυρόν, το κάλυμμα της κεφαλής πλαγίως τοποθετημένον και στηριζόμενον επί του ενός ωτός, πρόσωπον μορφάζον, απότομοι κινήσεις των μελών, γόνατα κεκκαμένα μετά ασταθούς βαδίσματος».
Ο Βαμβακάρης, που κάπνιζε χασίς για πολλά χρόνια και μίλησε με ειλικρίνεια γι’ αυτό το «πάθος» του, αντιπαραθέτει τη δική του εμπειρία από τη γνωριμία του με τους θαμώνες των τεκέδων:
«Για μένα οι αθρώποι του τεκέ ήταν και καλοί και κακοί, όπως υπάρχουνε παντού. Όμως κυρίως καλοί. Ιδίως όταν μαστουριάζανε, και κακός κάποιος να ήτανε, γινότανε πράος, ήσυχος, χωρίς κακία στο νου του. Γι’ αυτό το λαχταρούσαμε και το αποζητούσαμε το χασίσι. Αφού φουμέρναμε δεν κάναμε τίποτες, παρά καθόμαστε μαστούρια σ’ ένα μέρος, καθόμαστε και ρεμβάζαμε. Μας άρεσε να βλέπουμε, μας άρεσε να ακούμε. Με το χασίσι κάθεσαι, ησυχάζεις, αν είσαι νευρικός σε καλμάρει και σου φαίνεται ωραίο το παν. Ο,τιδήποτε ωραίο και να δεις, σου αρέσει. Κάθεται και το βλέπει ο μαστούρης. Γι’ αυτό κι εγώ έπαιζα μπουζούκι μέσα στα μαστούρια, που ‘ταν όλοι μαστουριασμένοι, καθόντουσαν και δεν έβγαζε κανένας μιλιά παρά μόνον ακούγανε το όργανο, το μπουζούκι. Και τους άρεζε. Και για μένα που έπαιζα, ο κόσμος όλος ήταν δικός μου. Δεν μ’ έμελλε για τίποτες, για τίποτες».
ΠΕΙΡΑΙΑΣ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ ΚΑΙ ΜΕΝΙΔΙ
Ο Μάρκος ξέρει τους περισσότερους τεκέδες του Πειραιά και τους αναφέρει ονομαστικά: του Ζουάνου του Καλοκαιρινού, από τους πρώτους που γνώρισε, του Μίχαλου στα Χιώτικα –στέκι πρώτης τάξεως χασικλήδων, καλοντυμένων και λεφτάδων– του Σάλωνα που ήταν πάντοτε ντυμένος στην πένα, με τα δαχτυλίδια του και τα κουστούμια του, του Αβίγλη στα λιπάσματα που ήταν στραβός κι από τα δυο μάτια, του Γεράσιμου στο Γκαζοχώρι, αλλά και τους τεκέδες στα Βούρλα στη Δραπετσώνα, ένα από τα μεγαλύτερα στέκια της μαγκιάς, που συνυπήρχαν με τα «παραθυράτα» μπορντέλα.
Στα Βούρλα, γνωστά και ως Βρωμολίμνη εξαιτίας του έλους που κάλυπτε το λιμάνι και ήταν γεμάτο βούρλα, σύχναζαν αγαπητικοί, λαθρέμποροι, χασικλήδες, σκυλόμαγκες, νταήδες και κάθε καρυδιάς καρύδι και λειτουργούσανε τεκέδες που ήταν μια κάμαρα. Από το 1894 είχαν εγκατασταθεί εκεί 70 περίπου πόρνες σε σπίτια του Δήμου για να εξυπηρετούν τις ερωτικές ανάγκες των πληρωμάτων των εμπορικών πλοίων που αγκυροβολούσαν στην περιοχή. Τρεις διπλές σειρές βρώμικων χαμόσπιτων είχαν χτιστεί δίπλα σχεδόν στο αστυνομικό τμήμα των Βούρλων και λόγω της πολυάριθμης πελατείας έμεναν όλοι ικανοποιημένοι. Απ’ τα μπορντέλα, λέει ο Βαμβακάρης, ένας διάδρομος οδηγούσε στην άλλη άκρη όπου βρισκότανε η χέστρα. «Εκεί στη χέστρα επήγαιναν οι χασικλήδες προς νερού τους, στο διάδροµο στη σειρά, ήτονε τετράγωνα παράθυρα συρταρωτά, στο ύψος των γεννητικών οργάνων των αντρώνε. Μέριαζες το συρταρωτό παράθυρο, επλήρωνες ένα τάλιρο και σου φερµάριζε τα πισινά της η κάθε στερηµένη προσφυγοπούλα κι έκανες τη δουλειά σου. Και ξαλάφρωνες. Ποτέ δε σου ’δειχνε το πρόσωπό της».
Στα απομνημονεύματά του, το 1975, ο στιχουργός του ρεμπέτικου και νταής του Πειραιά Νίκος Μάθεσης – Τρελάκιας (1907-1975) περιγράφει τον προπολεμικό Πειραιά και την Τρούμπα, το τέλος μιας εποχής που συνίσταται στην εξαφάνιση των φορτηγίδων (που χρησίμευαν ως άσυλο για τους κλέφτες), την επέκταση της Αστυνομίας Πόλεων, το κλείσιμο των τεκέδων και των οίκων ανοχής, το γκρέμισμα των καταγωγίων της Δραπετσώνας για να χτιστούν οκταώροφες πολυκατοικίες, την αντικατάσταση του ούζου και του κρασιού με κόκα κόλα και πορτοκαλάδα:
«Ο Περαίας πριν μισό αιώνα ήταν πολύ άγριος. Ο Περαίας με τα καταγώγιά του, τους ντεκέδες, τα μπαρμπουταντζίδικα, τα Βούρλα και τα καφέ–σαντάν του, με τους νταήδες του, τους μάγκες, τους ρεμπέτες, τους αγαπητικούς, τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες των λιμανιών… Από τη μια ο αποκλεισμός, από την άλλη τα πολιτικά μίση. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα Τρούμπα και Τζελέπη ήταν στην ημερησίαν διάταξιν. Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλα, Γύφτικα, στο Χατζηκυριάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. Ζάρια μες στο δρόμο παίζανε, περνούσε ο χωροφύλακας και δεν του έδινε κανείς σημασία, παρά τραβούσανε την δίκοπη επιδειχτικά να την δει! Τι να έκανε; Από στρατιώτη αγράμματο βουνήσο τον ρίξανε χωροφύλακα στον Περαία μες στα λυσσασμένα τσακάλια. Πρωτοδικείο, Εισαγγελία δεν είχε τότε ο Περαίας! Απ’ την Αθήνα κατέβαιναν οι νωματαρχέοι νταήδες να επιβάλλουν την τάξη και να συλλάβουν κανέναν επικίνδυνο καταζητούμενο».
Ο πιο φίνος τεκές, πραγματικός και κανονικός σύμφωνα με τον Μάρκο ήταν ο τεκές του Γραβαρά στο Μενίδι. «Ήτανε άμεμπτος τεκές, ωραία σάλα, ωραίο μαγαζί. Μέσα είχε το παν. Ό,τι θα ζητούσες θα το ’βρισκες. Μέσα είχε μια κάμαρα και φουμέρναμε και μετά βγαίναμε και καθόμαστε στη σάλα. Κατόπι απ’ το μαστούρωμα, το γλυκό ήταν ό,τι πρέπει. Κανένα μπακλαβά, κανένα κανταΐφι, γλύκαινε ο στόμας σου. Εκεί επέρασε όλη η Αθήνα, όλοι οι μεγάλοι της Αθήνας. Είχε ορχήστρα μέσα, έπινες ό,τι ήθελες, αλλά στην αρχή είχε μονάχα ένα πιάνο, ένας Μανόλης Τούρκος ο οποίος ήτανε το είδωλο της μαγκιάς. Τον αγαπούσανε αυτόνε γιατί αυτός έπαιζε όλο σεβνταλίδικα κομμάτια τούρκικα. Ο Μανόλης ο Τούρκος με τ’ όνομα. Μεγάλος χασικλής κι αυτός».
Ο Ηλίας Πετρόπουλος γράφει ότι οι τεκετζήδες υπήρξαν ισχυροί, σοβαροί και έγκυροι τύποι της υποκοσμιακής κοινωνίας και ήταν άτομα με έντονη προσωπικότητα. Παρείχαν στους πελάτες τους προστασία και διέθεταν όλα τα σέα, από ναργιλέδες, μαρκούτσια και χασίσι μέχρι γλυκά, μπαγλαμάδες ή κανένα τουμπελέκι.
ΧΑΜΟΣΠΙΤΑ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΑ
Οι περισσότεροι τεκέδες λειτουργούσαν σε απόκεντρα σημεία της πόλης. Συχνά άνοιγαν κοντά σε νεκροταφεία, για να ‘χουν φαίνεται εξασφαλισμένη την ησυχία από πλευράς των αιωνίως σιωπηλών γειτόνων τους, προκαλώντας όμως τη μήνη των παπάδων που πήγαιναν για καμιά λιτανεία και τους έκαναν πρώτοι λιτανεία οι χασικλήδες, με τα ντουμάνια και τις πενιές τους.
Συνήθως οι τεκέδες ήταν χαμόσπιτα, μια κάμαρα χαμηλοτάβανη ή μια παράγκα, ενώ στους πιο εξευγενισμένους υπήρχε σάλα και ξεχωριστός χώρος στα ενδότερα για τους καπνίζοντες. Πολλές φορές δεν υπήρχε πάτωμα, ήταν σκέτο χώμα, άλλοι τεκέδες είχαν σανίδες, ένα τραπέζι απαραίτητα στο κέντρο του δωματίου, γύρω του καρέκλες ή καναπεδάκια και χαμηλά σκαμνιά. Στη μέση, βασίλευε ο ναργιλές.
Ο Στριγγάρης περιγράφει τους τεκέδες ως «μικρά καφφενεία, τα οποία παρουσιάζουν έξωθεν ειρηνικήν εικόνα με μικράν ή και πολυάριθμον πελατείαν και διατηρούν εις το βάθος ιδιαίτερα μικρά δωμάτια δια το κάπνισμα του χασίς. Εντός αυτών διέρχονται οι καπνισταί πολλάς ώρας της ημέρας και της εσπέρας και παραμένουν ενίοτε ολοκλήρους ημέρας μέχρι βαθείας νυκτός».
Ο Ν. Αρχιμανδρίτης (Επιστημονική και Τεχνική Αστυνομία, 1957), αναφέρει αναλυτικά όλα τα είδη των χασισοποτών, τους τεκέδες και τους μυστικούς τους κώδικες, ό,τι γενικά χρειάζεται να ξέρουν τα νέα σαΐνια της αστυνομίας που μπαίνουν στο σώμα για να πολεμήσουν το έγκλημα και τη φαυλότητα που γεννάνε τα ντουμάνια της κανναβουριάς.
«Τα χασισοποτεία διευθύνουν απόφοιτοι των φυλακών, οι οποίοι λέγονται “ντεκεντζήδες”. Οι χασισοπόται συνήθως καπνίζουν ομαδικώς, πέντε έως δέκα, η δε προπαρασκευή εις το χασισοποτείον του καπνίσματος γίνεται παρουσία των υπό του ντεκεντζή, ο οποίος θεωρείται ο εμπειρότερος χασισοπότης. Συνήθως τα χασισοποτεία εμφανίζονται ως μικροκαφενεία, το δε καπνιστήριον (ο ντεκές) ευρίσκεται εις το βάθος της οικοδομής, εις ιδιαίτερον δωμάτιον καλώς προφυλασσόμενον από τα βλέμματα των περιέργων και έχει ει δυνατόν ιδιαιτέραν διπλήν έξοδον, δια την διαφυγήν των χασισοποτών εις περίπτωσιν εφόδου της αστυνομίας. Το εσωτερικόν του ντεκέ, έχει πάντοτε ολίγον φωτισμόν, χαμηλά ξύλινα καθίσματα (σκαμνιά) και εις το μέσον μίαν εστίαν πυράς (μαγκάλι), δια την τροφοδότησιν με κάρβουνα αναμμένα του ναργιλέ. Εκεί υπάρχουν και γλυκίσματα, ιδίως σύκα και καρύδια, από τα οποία τρώγουν οι χασισοπόται όταν καπνίζουν το χασίς. Εις τους τοίχους υπάρχουν, συχνά, υδατογραφημέναι ακαλαίσθητοι εικόνες γυναικών ημιγύμνων, διάφορα άνθη και διάφοροι άλλαι παραστάσεις, αι οποίαι κατά την μέθην μετασχηματίζονται εις την φαντασίαν των χασισοποτών, αναλόγως προς τας επιθυμίας και τους πόθους των.
Οι πελάται του χασισοποτείου είναι πάντοτε γνωστοί κακοποιοί, οι οποίοι δια να εισχωρήσουν εις το ιδιαίτερον δωμάτιον χρησιμοποιούν συνθηματικόν χτύπημα ή φράσιν ωρισμένην ή άλλον τινά τρόπον, τον οποίον καθορίζει εκ των προτέρων ο διευθυντής του κέντρου.
Όταν συγκεντρωθούν όλοι οι χασισοπόται “δερβισάδες”, ο διευθυντής του κέντρου “ντεκεντζής” παρασκευάζει τον ναργιλέν (λουλάν-μάπαν ή γούργουραν) και πρώτος αναρροφά δια να ελέγξη την λειτουργίαν του και δια να δώση το σύνθημα της ενάρξεως της τελετής. Ακολούθως παραδίδει αυτόν εις τους “δερβισάδες”, οι οποίοι κάθονται κυκλικώς οκλαδόν κατά το τουρκικόν έθιμον, ή επί χαμηλών καθισμάτων (σκαμνίων). Ο κάθε χασισοπότης αναρροφά άπαξ και παραδίδει εις τον παρακαθήμενον και ούτω ο ναργιλές περιφέρεται, μέχρις ότου χορτάσουν όλοι, οπότε λέγονται “μαστούρηδες”».
Την ώρα που φέρνει βόλτα ο ναργιλές, ειδικοί τσιλιαδόροι σε κοντινή απόσταση από τον τεκέ, έξυπνοι και με ανεπτυγμένη όραση, ελέγχουν την περιοχή για να ειδοποιήσουν σε περίπτωση εφόδου των αστυνομικών. Σε πολλά μαγαζιά προλαβαίνουν και κάνουν θρύψαλα το ναργιλέ με τα σέα του αν ειδοποιηθούν εγκαίρως κι έτσι δεν βρίσκεται ποτέ το τεκμήριο του εγκλήματος. Θάβουν τα κομμάτια ή τα ρίχνουν σε κανένα ανοιχτό υπόνομο, εάν διαθέτει το μαγαζί. Μέχρι και σκύλους χρησιμοποιούν ορισμένοι τεκετζήδες, «ειδικώς εξασκουμένους να περιφέρονται πέριξ του κέντρου ή να ίστανται προ αυτού ως ακίνητοι σκοποί και να ειδοποιούν περί της εμφανίσεως παντός αγνώστου».
ΤΟ ΧΑΣΙΣΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Στην Κατοχή όπως συμβαίνει σε κάθε περίοδο εθνικής συμφοράς η κατανάλωση του χασίς αυξήθηκε. Το βαρύ χειμώνα του 1942 – 43 υπήρχαν εκατοντάδες εξουθενωμένοι και πεινασμένοι άνθρωποι ενώ στο κέντρο της πόλης, κυκλοφορούσαν άτομα με χαρτιά εφημερίδων στο σώμα τους αντί φανέλες. Από την Ακαδημία μέχρι και την πλατεία Κουμουνδούρου, κάθε μεταφορά γίνονταν με καροτσάκια που τα οδηγούσαν κάτισχνοι συνήθως κουρελήδες ηλικιωμένοι ή άστεγοι που κοιμόντουσαν τα βράδια μέσα στο καρότσι τους όπου συχνά, λόγω του κρύου, τους έβρισκαν το πρωί πεθαμένους!
Ο Λεωνίδας Χρηστάκης πήρε μια γεύση από τους τεκέδες της Αθήνας στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και καταγράφει έναν λεπτομερή Οδηγό Χασισοποτείων Πρωτευούσης της εποχής.
«Περιδιαβαίνοντας την περιοχή της Αθήνας στις αρχές της δεκαετίας του 1950 πρόλαβα να πάρω μια εικόνα, μια γεύση και μια μυρωδιά –στην κυριολεξία–από μια εποχή που έμοιαζε κατά τα ακούσματά μου φανταστική. Δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ σε πολλούς τεκέδες της Αθήνας αφού μόνο μερικά από τα παρακάτω στέκια τα επισκέφθηκα προσωπικά, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν ήξερα την ύπαρξη άλλων στον κεντρικό και στον μείζονα αθηναϊκό χώρο.
Μερικοί τεκέδες –που από τότε είχαν αρχίσει να φθίνουν– λειτουργούσαν μέσα στο κέντρο της Αθήνας και άλλοι στην πέριξ περιοχή της Αττικής.
Στην Αθήνα, στην οδό Γερανίου σε στοές και σε παλιά σπίτια που λειτουργούσαν ως μαγαζιά.
Παραδίπλα στον Άγιο Κωνσταντίνο, στο δρομάκι της οδού Βηλαρά, σ’ ένα υπόγειο που όποια ώρα περνούσες απ’ έξω άκουγες πενιές μπουζουκιού και κανα τραγούδι ρεμπέτικο.
Στην Πλατεία Λαυρίου στο δεύτερο μεγάλο υπόγειο της ψησταριάς «Τα Τζουμέρκα».
Στην πέριξ της πλατείας Βάθης περιοχή και κυρίως στην οδό Μαιζώνος.
Σε υπόγεια παλιών σπιτιών της οδού Καρόλου Ντηλ πριν χτιστεί το κτίριο του ΟΤΕ.
Στο τέλος του αδιέξοδου της οδού Σκαραμαγκά και Πατησίων, όπου έχουν συμβεί και σφαγές συμμοριών–εμπόρων.
Στο πίσω μέρος της Λαχαναγοράς (Βαρβακείου), σε κάτι απίθανα δρομάκια κι αδιέξοδες στοές στο Μοναστηράκι και στα τότε καθρεφτάδικα του Ψυρρή.
Στην οδό Σαρρή όπου τακτικοί θαμώνες των μεταβαλλόμενων τεκέδων ήσαν … πυροσβέστες λόγω του εκεί Σταθμού της Πυροσβεστικής.
Στο Θησείο στις κολλημένες στο μαντρότοιχο του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου παράγκες, πολύ πριν κτιστεί η Στοά του Αττάλου.
Απέναντι από την πίσω μάντρα του Παναθηναϊκού γηπέδου.
Στη μάντρα του μπαρουτάδικου Μποδοσάκη. Γίνονταν τα βράδια χαμός από πενιές και χασικλίδικα ρεμπέτικα.
Στην αρχή της Βουλιαγμένης, στα πέριξ της Φυλακής του λόφου.
Στο τέλος της οδού Κολωνού στα πέριξ ενός εγκαταλελειμμένου καπνεργοστάσιου.
Ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης μας μαρτυρεί για δυο τεκέδες στην οδό Βουτάδων, παράλληλα με τη μάντρα του τότε εργοστασίου παραγωγής φωταέριου (Γκαζιού).
Στις παράγκες του κτήματος της Παχήνας.
Εποχιακοί τεκέδες στα βαγόνια του σιδηροδρόμου, στη Λιοσίων.
Στην Καισαριανή, στην πίσω μάντρα του ηρωικού Σκοπευτηρίου, στον μαντρότοιχο όπου μια εποχή τραγουδούσαν ο Τσιτσάνης κι η Μαρίκα Νίνου.
Πέριξ της δημοσιάς προς το Μενίδι κι ενδεχομένως, όπως άκουγα, και αλλού… Ως μη άμεσα ενδιαφερόμενος είδα κι άκουσα γνήσιους γέροντες ρεμπέτες, που νέα κορίτσια –ή οι κόρες τους– τους συνόδευαν σαν αγγελίνες…»
Και ο Ηλίας Πετρόπουλος, όμως, αναφέρεται στην πλατιά διάδοση της χασισοποσίας την περίοδο 1940-41:
«Τον παλιό καιρό το χασίσι σερνόταvε στο δρόμο. Και το φουμάρανε πολλοί άνθρωποι του λαού. Το χασίσι δεν είχε μπει ακόμη στα σαλόνια.
Κάποτε η δυστυχία ήτο μεγάλη. Η φτωχολογιά την αντιμετώπιζε με το τραγούδι, με το κρασάκι και με το χασίσι. Αρκεί v’ ακούσεις σμυρναίικα τραγούδια για να καταλάβεις την τότε πλατιά διάδοσή του.
Συνήθως, το χασίσι το φουμάρανε άντρες. Ωστόσο, υπήρχαν και γυναίκες που αναζητούσαν παρηγοριά σ’ αυτό.
Το χειμώνα του 40-41, για να γλυτώσουμε από τους βομβαρδισμούς νοικιάσαμε ένα σπίτι στην Καπουτζήδα (σημερινή Πυλαία). Θυμάμαι την νοικοκυρά μας, μια παντρεμένη σαραντάρα, να στρίβει τσιγαριλίκια το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο –η μάνα μου δεν σχολίαζε το φαινόμενο. Ήταν η εποχή που το χασίσι δεν ταυτιζότανε με το έγκλημα. Στο βιβλίο μου ”Το άγιο χασισάκι“, περιέγραψα πώς γνώρισα τον κόσμο των χασικλήδων στα παιδικά μου χρόνια. Στην περίοδο της Κατοχής η χασισοποσία φούντωσε. Στη διάρκεια του Αvταρτοπόλεμου η φαvταρία κατέφευγε στο χασίσι. Η ηγεσία του λεγόμενου ”Εθνικού Στρατού“ παρίστανε τον μαλάκα. Εξάλλου, πριν από κάθε επίθεση στο Γράμμο ή στο Βίτσι πότιζαν τους στρατιώτες με δυνατό αμερικάνικο κονιάκ, που έφτανε στις μάχιμες μονάδες σε γκαζοτενεκέδες».
Ο Πετρόπουλος γνώρισε πολλούς χασικλήδες της εποχής –αν και ο ίδιος δεν έπινε– και διαπίστωσε το γλυκό τους χαρακτήρα: «Επί δεκαετίες οι χασικλήδες είχαν περάσει στη δικαιοδοσία των εγκληματολόγων, που τους θεωρούσαν σαν στιγματισμένα άτομα. Η Εγκληματολογία ανέκαθεν δούλευε, χέρι – χέρι με την Aστυνoμία. Το ίδιο έκαναν και οι γιατροί, που “ανακάλυψαν” πως οι χασικλήδες είναι οκνηροί, βρόμικοι και ανεπανόρθωτα εθισμένοι στα ναρκωτικά. Και επιπλέον, ότι είναι αποβλακωμένοι, επικίνδυνοι μαχαιροβγάλτες, ανίκανοι να οδηγήσουν αυτοκίνητο, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν αληθεύει».
Ο ΝΑΡΓΙΛΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΣΙΓΑΡΑ
Το κάπνισμα του ναργιλέ μέσα στους τεκέδες απαιτούσε μια ιδιαίτερη προετοιμασία και ένα είδος ιεροτελεστίας. Το βαρύ περσικό τουμπεκί έπρεπε να έχει ορισμένη υγρότητα, να τοποθετηθούν με συγκεκριμένο τρόπο δυο στρώσεις του κι ανάμεσά τους το χασίς κομμένο κομματάκια, να πατηθεί ο λουλάς για να μην είναι μπόσικο το τουμπεκί, κι άλλες μικρολεπτομέρειες, έκαναν τη διαφορά. Όποιος τεκετζής ήξερε να φτιάχνει περιποιημένο ναργιλέ ήταν περιζήτητος στις παρέες των χασικλήδων και όλοι πήγαιναν σ’ αυτόν για να καπνίσουν από τον λουλά του. Με την ποσότητα ενός γραμμαρίου γέμιζε ο λουλάς για μια γυροβολιά, κι ανάλογα με τους συμμετέχοντες γέμιζε ξανά, δυο και τρεις φορές ή και παραπάνω, σύμφωνα με την όρεξη και την τσέπη αυτών που πλήρωναν.
Οι τεκετζήδες εκτός από γνώστες της σωστής προετοιμασίας του Θανάση ήταν και φίλοι της καλαισθησίας: «Ο εισερχόμενος εντός των κέντρων των παρατηρεί ζωγραφισμένας επί των τοίχων περιέργους εικόνας, αξίας μεγάλης προσοχής ως προς τας παραστάσεις. Επίσης παρατηρεί ανηρτημένας πολυχρώμους εικόνας επί των τοίχων και εις τινά μέρη του χασισοποτείου διάφορα άνθη, ψευδή χρυσοποίκιλτα στολίσματα διαφόρων σχημάτων, καναρίνια εντός κλωβίων κλπ. Γίνεται δε τοιούτος στολισμός και τηρείται τοιαύτη καθαριότης επειδή ο χασισοπότης μετά το κάπνισμα του χασίς περιπίπτει εις κατάστασιν νάρκης και καθηλώνει τους οφθαλμούς του επί ωρισμένου σημείου του διαμερίσματος».
Ο ίδιος ο ναργιλές σαν κατασκευή είναι ένα εξαιρετικό φίλτρο νερού. Οι χασικλήδες έξυπνα σκεπτόμενοι τον υιοθέτησαν ως τρόπο καπνίσματος1 που δεν θα τους επιβάρυνε με τα τοξικά προϊόντα της καύσης του καπνού. Ταυτόχρονα οι μεθυστικές επιδράσεις της τετραϋδροκανναβινόλης δεν μειώνονταν καθόλου όταν το καιόμενο χασίς φιλτράρονταν στο νερό. Κάνοντας μια σύγκριση με την εποχή μας που όλοι φουμάρουνε αρειμανίως νόμιμα τσιγάρα του εμπορίου τα οποία προκαλούν καρκίνο, προβλήματα στύσης και καρδιάς κι άλλα τρομακτικά, θα λέγαμε ότι οι σημερινοί καπνιστές κινδυνεύουν πολύ περισσότερο ρισκάροντας με τον καπνό, χωρίς να δέχονται τις ηδονιστικές επιδράσεις της δρόγης. Η νικοτίνη σκοτώνει, αλλά δεν αφήνει τους πολίτες να κάνουν του κεφαλιού τους.
Ο ναργιλές φτιαχνόταν συνήθως από ινδική καρύδα καθώς ο γυάλινος ψηλός ναργιλές που χρησιμοποιούσαν ήδη στα καφενεία για να απολαμβάνουν τον καπνό τους, ήταν δύσκολο να κρυφτεί. Έτσι σκαρφίζονταν ναργιλέδες από κονσερβοκούτια, ψίχα ψωμιού (στις φυλακές), σταμνάκια, ποτήρια αλλά και κολοκύθες ή πεπόνια που έκαναν άριστα τη δουλειά τους. Ο ναργιλές από καρύδα ήταν πάντως αυτός που προτιμούσανε οι περισσότεροι τεκετζήδες για το μαγαζί τους. Αγόραζαν τις καρύδες απ’ τα μανάβικα, άνοιγαν μια τρύπα στην κορυφή και τις έσκαβαν. Από αυτήν την τρύπα στην κορυφή περνούσε το σέρι, ένας σωλήνας με κάθετες εγκοπές στη μια άκρη που ακουμπούσε στον πάτο της καρύδας. Οι εγκοπές χρησίμευαν για να περνάει ελεύθερα ο καπνός του χασισιού και μέσω του νερού με το οποίο γέμιζαν την καρύδα μέχρι τη μέση περίπου, να φιλτράρεται. Στην άλλη άκρη του σωλήνα, που προεξείχε, εφάρμοζε ο λουλάς, ένα είδος «θήκης» είτε από σκαλισμένη πέτρα είτε από πατάτα ή πηλό. Στην υποδοχή του λουλά έβαζαν μια στρώση τουμπεκί, από πάνω το ψημένο χασίς, άλλη μια στρώση τουμπεκί και στην κορυφή τα καρβουνάκια απ’ το παρακείμενο μαγκάλι με τη φωτιά. Στο σώμα της καρύδας, λίγο πιο κάτω απ’ το λουλά άνοιγαν δυο τρύπες τη μια απέναντι από την άλλη. Από την μεγαλύτερη τρύπα περνούσε λοξά το μαρκούτσι ή τραβηχτό, ο σωλήνας δηλαδή μέσω του οποίου ρουφούσαν τον καπνό. Την άλλη τρύπα, τη ντουμανότρυπα, την έκλειναν με το χέρι όταν ρουφούσαν για να συγκεντρώνεται ο φιλτραρισμένος καπνός μέσα στο ναργιλέ και την απελευθέρωναν στη συνέχεια για να πάρουν όλο το ντουμάνι.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΡΟΥΦΗΞΙΕΣ
Μόλις ετοιμαστεί ο λουλάς αυτός που κρατάει το ναργιλέ τραβάει την πρώτη βαθιά ρουφηξιά και κρατάει τον εισπνευσθέντα καπνό επί μακρόν μέσα στους πνεύμονές του «μέχρις ότου δακρύση ή υποστή ερεθισμόν ισχυρού βηχός». Μετά δίνει τον λουλά στο διπλανό του ο οποίος αφού πρώτον «δι’ εμφυσήσεως εκδιώξει τον εντός του λουλά υπάρχοντα καπνόν από την ντουμανότρυπα, την κλείει με το δάκτυλόν του και κάνει μια ρουφηξιά και ούτω καθ’ εξής, έως ότου ο λουλάς κάμει το γύρο. Συνήθως ο ως άνω παρασκευαζόμενος λουλάς αρκεί δια δύο έως τέσσαρας εισπνοάς παρ’ εκάστου παρακαθημένου καπνιστού. Μετά τας πρώτας εισπνοάς ή και μετά το κάπνισμα επέρχεται η μέθη. Τότε οι καπνισταί συνδιαλέγονται ή άδουν ομού ή μεμονωμένως μακρόσυρτα, παθητικά ή κλαυθμηρίζοντα άσματα, τη συνοδεία τριχόρδου οργάνου, μικρών συνήθως διαστάσεων, μπαγλαμά αποκαλουμένου, του οποίου οι τόνοι ηχούν βαθείς και υπόκωφοι ως στεναγμοί. Άλλοι ακούουν νωχελώς εξηπλωμένοι. Ενίοτε εγείρεται τις εκ του ομίλου και χορεύει εις το μέσον του κύκλου, ενώ οι άλλοι τον συνοδεύουν δια ρυθμικών χειροκροτημάτων».
Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΛΥΚΙΣΜΑΤΑ
Ο μαστούρης όταν δε σφάζει ή δεν κλέβει, χορεύει και τραγουδάει. Ακόμα κι αυτή η ανθρώπινη εκδήλωση προσωπικής ευχαρίστησης, δεν γίνεται αποδεκτή από τους «απέναντι». Όταν δεν εγκληματεί αλλά πέφτει κάτω ξερός απ’ το χασίσι, ονειρευόμενος, χωρίς να πειράζει κανένα και πάλι ενοχλεί.
Ο καθηγητής Στριγγάρης συνεχίζοντας τις παρατηρήσεις του πάνω στη συμπεριφορά των χασισοποτών γράφει:
«Άξιο περιεργείας είναι το θέαμα των χασικλίδων κατά τη διάρκεια του καπνίσματος μετά λίγο χρονικό διάστημα διαφόρου διαρκείας μερικοί απ’ αυτούς πέφτουν σε νάρκη και παραμένουν ακίνητοι, γιατί το χασίς προκαλεί πάραυτα ισχυρή μυϊκή ατονία, πρώτο στάδιο του ύπνου. Άλλοι πάλιν και μάλιστα οι ποιο εξοικειωμένοι με το ναρκωτικό, ξεθυμαίνουν στο μεράκι ή εις το χασάν κέφι, θορυβούν και εκδηλώνουν ακατάσχετες διαχύσεις και συμπάθειες και φιλικές εκμυστηρεύσεις προς τους παρακειμένους τους οποίους τους οποίους αποκαλούν “φιλαράκους”. Καταβροχθίζουν γλυκύσματα, λουκούμια, ή μπακλαβάδες και τέλος προτού ακόμη επέλθει η συγχυτική επισκότισις της συνειδήσεως, εμπνεόμενοι από το “χασάν κέφι” μουρμουρίζουν στο ακομπανιάρισμα του μπαγλαμά πένθιμους σκοπούς που διακόπτουν τη στερεότυπη μονοτονία με βαθείς στεναγμούς και ατελεύτητες οιμωγές. Άλλοι τέλος, διατελούντες σε συγκεχυμένη ψυχοκινητική διέγερση καταβάλλουν κολοσσιαίες προσπάθειες για να σηκωθούν να συλλάβουν κάποια φευγαλέα και νεφελώδη οπτασία, να εκστομίσουν βρυσιές ή επικλήσεις προς φανταστικούς εχθρούς ή φίλους, να εκφέρουν βογγητά και αναλυθούν στο τέλος σε ακατάσχετη και παράχορδη δακρυόρροια».
Ο Στριγγάρης πιστεύει ότι ο χαρακτήρας του χασισοπότη μεταβάλλεται όσο εξακολουθεί να καπνίζει συστηματικά. Επέρχεται λέει μια ψυχική αλλοίωση, συμπεριφέρεται με παιδαριώδη τρόπο και είναι ανουσίως εύθυμος, αλλά και εύθικτος, ευερέθιστος, εριστικός, όπως επίσης και δειλός και φυγάνθρωπος. Γι’ αυτό όσοι καπνίζουνε χασίς συναναστρέφονται μόνο με άτομα του κύκλου τους, δείχνοντας μια αυτιστική συμπεριφορά. Ο καθηγητής εξηγεί αυτήν τη στάση τους ως αντίδραση στην κοινωνία που τους θεωρεί εγκληματικά στοιχεία. Μια εικόνα δηλαδή που έχει περάσει στην κοινωνία από τους καθηγητές, τις εφημερίδες και την αστυνομία που την καλλιεργούν συνειδητά. Πάντως ο Στριγγάρης προσθέτει ότι η τάση προς παρανόηση και παρερμηνεία του περιβάλλοντος είναι συνέπεια της άμεσης επίδρασης του χασίς που αλλοιώνει τη συνείδηση όπως και το αλκοόλ. «Δεν γνωρίζω» γράφει, «διατί το αλκοόλ είναι ευγενέστερον από το χασίς ή εκείνος που πίνει ουίσκυ από εκείνον που καπνίζει χασίς».
ΤΑ ΤΣΙΓΑΡΑ
Ο εναλλακτικός τρόπος καπνίσματος είναι το τσιγάρο, που όμως δεν προτιμάται από τους μερακλήδες χασικλήδες. Στρίβεται με δύο, τρία ή και περισσότερα φύλλα τσιγαρόχαρτου που αναλόγως κολλούνται μεταξύ τους και ονομάζονται δίφυλλα ή τρίφυλλα. Στη μια πλευρά εφαρμόζει η τζιβάνα, ένα κάπως σκληρό χαρτονάκι που παίζει το ρόλο επιστόμιου και προστατεύει τα χείλη του καπνιστή όταν φτάνει στις τελευταίες ρουφηξιές. Μια σύγχρονη μέθοδος καπνίσματος που δε γνωρίζουμε αν ήταν γνωστή τότε είναι οι «ανάποδες» καυτές τζούρες που δίνονται από ένα άτομο στους υπόλοιπους της συντροφιάς όταν το τσιγάρο κοντεύει να τελειώσει. Αυτός που γνωρίζει βάζει το τσιγάρο ανάποδα στο στόμα του από την πλευρά της καύτρας προσέχοντας να μην καεί και φυσάει τον καπνό μέσα στο στόμα του διπλανού του. Ο καπνός μαζί με τον αέρα είναι ένας ισχυρός συνδυασμός και επιτείνει την αίσθηση της μαστούρας. Έξω απ’ τους τεκέδες λοιπόν οι οπαδοί της κάνναβης την έστριβαν και την κάπνιζαν στο ύπαιθρο. Από τον Σπύρο Παξινό μαθαίνουμε ότι «το κάπνισμα των τσιγαριλικίων ενεργείται εις διάφορα απόκεντρα μέρη ή εις ιδιαίτερα κέντρα ενίοτε δε και εντός των κινηματογράφων και των θεάτρων, αναλόγως της θρασύτητος του καπνιστού και της νομιζομένης υπ’ αυτού ασφαλείας του μέρους εκ της αστυνομικής επιτηρήσεως. Επίσης καπνίζουν τσιγαριλίκια και εντός αυτοκινήτων (ταξί), είτε οι ίδιοι οι σωφέρ, είτε καπνισταί εύποροι επιβιβαζόμενοι αυτοκινήτου προς τον σκοπον τούτον, προς μεγαλυτέρας των ασφάλειαν».
Στη συνέχεια περιγράφονται τα κόλπα των χασισοποτών που για να ξεφύγουν την τσιμπίδα του νόμου κρύβουν ή και καταπίνουν τα τσιγάρα και σημειώνεται πως το τσιγάρο συνήθως καπνίζουν οι νεοφώτιστοι χασισοπότες ή «και τινές διεφθαρμένοι νέοι ή γυναίκες της ανωτέρας κοινωνικής τάξεως».
Ο ναργιλές είναι ανώτερος σε σχέση με το τσιγάρο, σ’ αυτό συμφωνεί κι ο Βαμβακάρης που έπινε μόνο ναργιλέ.
«Εμένα μ’ άρεζε ο ναργιλές. Το τουμπεκί και το χασίσι πέρναγε από νεράκι από το καλάμι, φιλτραριζότανε. Με το τσιγαρλίκι τι κάνεις; Όλες οι βρώμες πάνε μέσα. Κακό πράγμα. Εμείς οι χασικλήδες, οι μάγκες, δεν φουμέρναμε τσιγαρλίκι. Λίγα πράγματα. Δεν ήταν καλο το τσιγαρλίκι για το λαιμό. Διότι μπαίνανε όλα αυτά τα ζαφείρια που σου συζητάω μέσα στο λαιμό σου. Ενώ λογάριασε, όταν βγάζαμε το σέρι του λουλά και το πλέναμε τι βρώμα βγάζαμε από μέσα. Με τα τσιγαριλίκια όλα αυτά πηγαίνανε μέσα στο λαιμό».
Μετά το κάπνισμα και πριν χρησιμοποιηθεί ξανά ο ναργιλές τον τοποθετούν σ’ ένα κουβά με κρύο νερό για να καθαρίζει από τα ζαφείρια, τα υπολείμματα δηλαδή του καπνίσματος και να διατηρείται δροσερός και καθαρός. Αν έχουν κοντά κανένα πηγάδι τον κατεβάζουν μ’ ένα σκοινί μέσα στο πηγάδι κι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για το σκοπό τους, να καθαρίσει δηλαδή το σκεύος για την επόμενη βόλτα.
ΙΕΡΕΣ ΤΕΛΕΤΕΣ
Για τους χασικλήδες ο τεκές είναι χώρος ιερός και η διαδικασία του καπνίσματος μια κανονική τελετή που οδηγεί στις ποθητές χίμαιρες. Όσοι βρίσκονται εκτός των τειχών, βλέπουν το ιερό σαν κάτι διαβολικό. Στο Φάληρο, πίσω απ’ το Γηροκομείο κοντά στο μνήμα των Αγγλογάλλων ναυτών, βρίσκεται ένα χασισοποτείο. Ένα σκοτεινό τετράγωνο οικοδόμημα με μια αμυδρή λάμψη φωτός που διαφεύγει απ’ τα παράθυρά του, μαζί με τα ντουμάνια…
Το καλοκαίρι του 1911 δημοσιογράφος της εφημερίδας «Εμπρός» κάνει ένα ριψοκίνδυνο οδοιπορικό –που δημοσιεύεται σε συνέχειες– στα άντρα και τα καταγώγια του Πειραιά και στα απρόσιτα σπήλαια της Πειραϊκής, που είχε το αρχηγείο του ο «Νταής των Νταήδων». Σε ένα από τα φύλλα της εφημερίδας, γύρω στη δωδέκατη συνέχεια του οδοιπορικού του, αφηγείται την ιστορία έξι νεαρών φίλων εκ των οποίων οι τρεις ήταν ασκληπιάδες (δικηγόροι) και ο ένας διάκος (μετέπειτα αρχιμανδρίτης). Η παρέα γλεντούσε σε εξοχική ταβέρνα πίνοντας κρασί και τελώντες εν εκστάσει κατέληξαν στο χασισοποτείο του Φαλήρου.
«Η αυλή όπου τους ωδήγησεν ο καταστηματάρχης με ενδείξεις σεβασμού, ήτο μία μάνδρα σκοτεινή με δύο πεζούλια, αντί καναπέδων και μερικούς ογκώδεις λίθους αντί καθισμάτων. Από την οπισθίαν θύραν εφαίνετο αμυδρώς φωτιζόμενον το εσωτερικόν του χασισοποτείου. Ένας πάγκος μακρύς με ξύλινα θρανία γύρω και με μίαν λάμπα κρεμαστήν εις το μέσον της χαινούσης οροφής του ήσαν τα μόνα του έπιπλα. Οι τοίχοι μαυρισμένοι και γλοιώδεις ανταπεκρίνοντο εις το σύνολον της απαισιότητος. Η οροφή ανοίγουσα χάος καδρονιών απέληγεν εις ένα φεγγίτην όλως ανεπαρκή δια την εξάτμισιν. Γύρω στο τραπέζι πλήθος απαισίων μορφών εκάπνιζεν, ερέμβαζεν ή εκοιμάτο. Μια σιγή θανάτου εκυριαρχούσεν εκεί μέσα διακοπτομένη από το ειονεί υπόκωφον γουργούρισμα των ναργιλέδων και το φύσημα των πηλίνων πιπών! Εις την σκοτεινοτέραν γωνίαν της αυλής εκείνης διεκρίνοντο μόλις δύο θαμώνες οι οποίοι συνεζήτουν μυστηριωδώς καπνίζοντες τας πίπας των και συχνά πυκνά διακοπτόμενοι από παταγώδη γέλοια».
ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΣΠΗΛΙΕΣ
Οι χασικλήδες θέλαν μόνο την ησυχία τους, να μπορούν να φουμάρουν χωρίς τον κίνδυνο της αστυνομικής εφόδου, γι’ αυτό πολλές φορές παίρνανε τα βουνά για να φουμάρουνε το ναργιλέ σιγά σιγά και ήσυχα, γιαβάσικα όπως λέγανε.
Πηγαίνανε μέσα σε σπηλιές που είχαν ανακαλύψει και τις είχανε μετατρέψει σε κρυψώνες και χώρους συνάντησης. Έκρυβαν το ναργιλέ σ’ ένα σημείο στη σπηλιά και όταν επέστρεφαν τον ξέθαβαν κι άρχιζαν τις «βόλτες».
Οι σπηλιές της Πειραϊκής που, όπως αναφέραμε, γίνονται αντικείμενο ευφάνταστου ρεπορτάζ το 1911, περιβάλλονται από το μύθο τρομερών κακοποιών που έχουν το αρχηγείο τους σε απρόσιτα σπήλαια – δωμάτια και οργανώνουν τα εγκληματικά τους σχέδια πίνοντας το ναργιλέ τους. Οι αλήτες, οι χασισοπότες, οι κακούργοι και οι ληστές του Πειραιά εμπνέονται από τη μαγεία της φύσης και αποφεύγουν τις παγίδες αριστοτεχνικά.
«Εκεί στις ακτές της Πειραϊκής χερσονήσου μαζί με το γεμάτο ιώδιο αεράκι που θωπεύει το πρόσωπο, ταυτόχρονα υψούται μία ελαφρά νεφέλη καπνού, το άρωμα της οποίας προκαλεί την αηδίαν και τον έμετον.
Κάπου εκεί εις ένα σπήλαιον υπό ή υπέρ τους βράχους αναπαύονται οι κυρίαρχοι της μαγικής ακτής καπνίζοντες ηδυπαθώς το τσιμπούκι ή τον ναργιλέν των με το ονειροπλόκον χασίς, ξεκουραζόμενοι από τας ριψοκινδύνους ασχολίας των ή σχεδιάζοντες ίσως τολμηράς επιχειρήσεις. Ακριβώς υπό την λευκάζουσαν λωρίδα του δρόμου και ολίγον κατωτέρω των ερειπίων των μακρών τειχών ευρίσκεται η περιώνυμος και ιστορική σπηλιά, το απάτητον καταφύγιον των λωποδυτών και κακούργων και από ξηράς και δια θαλάσσης. Η σπηλιά αυτή είνε φυσικόν κοίλωμα μεταξύ δύο τεραστίων και αποκρήμνων βράχων εντελώς περίπου απροσπέλαστον δια ξηράς. Πώς όμως κατορθώνουν αυτοί όταν διώκωνται κατά πόδας υπό χωροφυλάκων, να διολισθαίνουν δίκην αιλούρων ή κατσικιών εκεί μέσα αφήνοντες τους χωροφύλακας καθίδρους να αφρίζουν από την λύσσαν των, είνε μυστήριον».
Η ιστορική σπηλιά βρίσκεται λίγο πιο πέρα από την έπαυλη Σκουλούδη, μετά το σταθμό του τραμ. Χρησιμεύει ως ορμητήριο των χασικλήδων και λωποδυτών που λυμαίνονται τον Πειραιά. Σε δυο βήματα μάλιστα απόσταση βρίσκεται ένα ερειπωμένο σπιτάκι, χτισμένο στην πρόσοψη μιας ακατοίκητης μάντρας, το οποίο «οι νυκτερινοί ιππόται της χερσονήσου χρησιμοποιούν όχι τόσον ως κατοικίαν, όσον δια τους κτηνώδεις έρωτάς των. Αλλοίμονον δε εις εκείνον, όστις θα ετόλμα να τους ταράξη τας συχαμεράς στιγμάς…».
Στην κορυφή της Πειραϊκής χερσονήσου διακρίνεται το μεγαλοπρεπές μέγαρο του «αποκρύφου κόσμου του Πειραιώς», μέσα στο οποίο γίνονται οι γενικές συνεδριάσεις των πολυπληθών και πολλές φορές αντίπαλων ομάδων, τα γλέντια τους, τα φαγοπότια ενώ συχνά διαμένουν εκεί μέλη του σκοτεινού συνδέσμου. Εκεί πάνω είχε τη σπηλιά του και ο «Νταής των νταήδων» ο αρχηγός των κακοποιών. Έμενε σε μια σπηλιά στον πιο απόκρημνο βράχο, ένα αληθινό δωμάτιο, την πιο απρόσιτη και ενδιαφέρουσα σπηλιά της Πειραϊκής. Ήταν αθέατος, βαρύς κι αμίλητος και κάπνιζε το ναργιλέ του πάντα με συντροφιά της αρεσκείας του κι εκεί σ’ έκείνο το «δωμάτιο» λένε πως έβγαιναν οι διαταγές της τρομοκρατίας των αγαθών πολιτών του Πειραιά. Πιο πέρα ήταν δυο σπηλιές που η είσοδός τους κρυβότανε προς το μέρος της θάλασσας από τεράστιους ογκόλιθους που είχανε κατρακυλήσει μέχρι την ακτή. Εδώ κατέφευγαν οι χασικλήδες τη νύχτα, φουμάροντας ανενόχλητοι το ναργιλέ τους, απολαμβάνοντας τη θαλάσσια αύρα έξω απ’ τις σπηλιές και ετοίμαζαν με αληθινή μυσταγωγία το ναργιλέ και τους λουλάδες με το καλύτερο χασίς της Προύσας.
ΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΤΩΝ ΝΤΑΗΔΩΝ
Ο καθηγητής της ιατροδικαστικής Γρηγόριος Κάτσας ήτανε μανιώδης συλλέκτης και ερευνητής. Είχε δημιουργήσει μάλιστα μια δική του ιδιαίτερη συλλογή με τα μαχαίρια των νταήδων της Αθήνας και του Πειραιά. Το 1963 περιγράφει στην εφημερίδα «Εμπρός» τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη φιλοσοφία του νταή:
Ο νταής είχε μια ιδιόρρυθμη περιβολή: σακκάκι μαύρο, χρωματιστό ριγέ παντελόνι τζογέ, πολύ εφαρμοστό και στενό στο κάτω μέρος. Από τη μέση μέχρι ψηλά στο στήθος είχαν τυλιγμένο ένα ζωνάρι της φωτιάς ή γκρενά και μέσα στις πτυχές του (πτυχώσεις του),αναπαυόταν η αμφίστομη μάχαιρα και τα πιστόλια τους μαζί με το ταμπάκο, το τσακμάκι, τα φύλλα του τσιγαρόχαρτου που ήταν πάντα λαθραία και το μαντήλι τους. Οι πιο ασήκιδες έβαζαν το μαντήλι στο μανίκι του αριστερού χεριού και άφηναν τις δυο άκρες του να κρέμονται απ’ έξω. Τα παπούτσια τους ήταν στιβάλια με ψηλό τακούνι, στενά και μυτερά πολύ με τη μύτη λίγο ανασηκωμένη. Τα παπούτσια του νταή που είχαν στα πλάγια ένα λάστιχο για να μπαινοβγαίνουνε εύκολα, έπρεπε απαραιτήτως να τρίζουνε. Όσο περισσότερο τρίζανε τόσο πιο λεβέντικο φαινότανε το βάδισμα το νταή. Έτσι ήταν ντυμένοι οι φημισμένοι νταήδες όπως ο Ντουρντής, ο Νικητάς, ο Μπατάγιας, ο Σκριβάνος, ο Κουσέτης, ο Νώντας, ο Παρίσης, ο Κεραμάς, ο Κωστάκος και οι εκατοντάδες των «Μεγάλων Μαχαιριών». Όταν ο κάθε νταής καθόταν στο καφενείο, έβγαζε το ένα παπούτσι του και τοποθετούσε το γυμνό πόδι του, ορθογώνια πάνω στο γόνατο ή στο μηρό του συνομιλητή του…
Το σακάκι το φορούσαν μόνο με το αριστερό μανίκι κι άφηναν το άλλο ριχτό στον ώμο για να είναι πάντα έτοιμοι να τραβήξουν την κάμα και να υπερασπιστούν την υπόληψη τους.
Στο βάδισμά τους ήταν ιδιόρρυθμοι: βάδιζαν πάντοτε μονόπαντα. Έφτυναν σφυριχτά εκσφενδονίζοντας το σάλιο τους ανάμεσα από τους κοπτήρες. Ήταν ζόρικοι και καταστόλιστοι και έτρεφαν μια ιδιαίτερη αγάπη για τα μαχαίρια τους. Ειδικοί τεχνίτες χάραζαν πάνω στις λάμες τους διάφορα τετράστιχα ή παραστάσεις όπως ένα περιστέρι με κλαδί ελιάς στο ράμφος του, καρδιές λαβωμένες, τα ονόματα αυτών που είχαν σφάξει. «Τα στήθη μου κατάντησαν βασάνων κατοικία, που κατοικούν οι λέοντες και τ’ άγρια θηρία».
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μαχαίρια της εποχής, που αποτέλεσε αποδεικτικό στοιχείο και φυλασσόταν στο εγκληματολογικό μουσείο, είχε χαραγμένα πάνω στη λάμα του τα εξής λόγια:
«Προς τους πάντας. Μη δυνάμενος να εύρω ο ίδιος δίκαιον παρά της ελληνικής δικαιοσύνης ηναγκάσθην να τονίσω το δίκαιον της Παρδάλως ή μαχαίρας. Όθεν η ύψιστος αυτή λειτουργός της ανάρθρου δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχει από σήμερον τον λόγον προς πάντας τους απειθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσεται πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλει λησμονήση τα ιερά καθήκοντα προς απονομήν του δικαίου».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου