Κατά τας Ελληνικάς Παραδόσεις και όλους τους Αρχαίους Έλληνας συγγραφείς οι Αρκάδες ήσαν το αρχαιότερον και πολυπληθέστερον Πελασγικόν φύλον. Προφανώς μετά την καταβύθισιν της Αιγηίδος οι μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων διεσώθησαν εις την ορεινήν Αρκαδίαν, οι κάτοικοι της οποίας εθεωρούντο αυτόχθονες και κατά τον Άσιον (ποιητήν του 7ου π.Χ. αιώνος):
«Αντίθεον δε Πελασγικόν εν υψικόμοισιν όρεσσι γαία μέλαιν’ ανέδωκεν, ίνα θνητόν γένος είη», δηλ. εις τας υψηλάς
δασώδεις κορυφάς των ορέων η μαύρη γη εγέννησε το ισόθεον Πελασγικόν φύλον, διά να γίνη θνητόν γένος (ανθρώπων). [Παυσανίας Αρκαδικά παρ. 1,5].
Με άλλας λέξεις οι Αρκάδες ήσαν «γέννημα θρέμμα» της γης των δηλαδή γηγενείς αυτόχθονες χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν.
Ο Παυσανίας, διαμείνας επί τριετίαν εις την Αρκαδίαν (πρώην Πελασγία), εκ πληροφοριών και παραδόσεων τας οποίας συνέλεξεν, κατέδειξεν το πανάρχαιον της υπάρξεως των Πελασγών και ότι ο Πελασγός εδίδαξε τους ανθρώπους να κατασκευάζουν καλύβας (προηγουμένως ζούσαν σε σπήλαια) και να φορούν χιτώνες από δέρματα ζώων διά την προστασίαν των από τας ποικίλας ατμοσφαιρικάς συνθήκας. Επειδή οι άνθρωποι παλαιότερον ετρέφοντο με χλωρά φύλλα και ρίζες δένδρων και φυτών, ο Πελασγός τους υπέδειξε να τρέφωνται και με βαλάνους δρυός (βελανίδια), που υπήρχαν άφθονα στα δάση της Αρκαδίας, διά τούτο οι πανάρχαιοι Αρκάδες ελέγοντο και βαλανηφάγοι. Η συνήθεια αυτή άλλως τε υπάρχει και σήμερα σε ωρισμένα ορεινά χωριά της Αρκαδίας, όπου τα ώριμα βελανίδια ψήνονται στα κάρβουνα και τρώγονται όπως τα κάστανα.
Απ’ αυτή τη δίαιτα των παναρχαίων Αρκάδων η Πυθία των Δελφών απέτρεψε τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι προητοιμάζοντο να επιτεθούν κατά των Αρκάδων, λέγοντάς τους ότι αυτοί είναι λιτοδίαιτοι και ανδρείοικαι δεν θα κατανικηθούν εύκολα.
Και καλά να έχης αντιπάλους τους γενναίους Λακεδαιμονίους, αλλά να σε σχολιάζουν δυσμενώς οι Ηλείοι από τα πεδινά και παραθαλάσσια, χαρακτηρίζοντάς σε βαλανηφάγο (πένητα), τραγοσκελή (από τον θεό Πάνα) και φθειροπώγωνα (έχοντα ψείρες στο μούσι από την απλυσία) πάει πάρα πολύ!
Υιός του Πελασγού ήτο ο Λυκάων, ο οποίος απέκτησεν τρία τέκνα, εκ των οποίων την ωραιοτάτη Καλλιστώ ερωτεύτηκε ο Ζευς. Ο Λυκάων έκτισε την πόλη Λυκόσουρα στο όρος Λύκαιον, η οποία θεωρείται η αρχαιοτέρα γνωστή πόλις παγκοσμίως, καθώρισε την λατρεία του Λυκαίου Διός και διοργάνωσε τους αγώνες «Λύκαια», προς τιμήν του Θεού. (Λυκ = φως, Λύκαιον = το κατάφωτο βουνό, όπου άνθρωποι, ζώα και δένδρα δεν αφήνουν σκιά!, Λύκειον = το σχολείον, όπου παίρνεις το φως της γνώσεως).
Στο Λύκαιον όρος, η ψηλότερη κορφή του λέγεται και Όλυμπος!, ανετράφη ο Ζευς από τις νύμφες Θεισόα, Νέδα και Αγνώ. Στο Λύκαιον υπάρχει μία έκταση, που λέγεται «Κρητέα». Οι Αρκάδες λένε ότι η Κρήτη στην οποίαν ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ανατράφηκε ο Ζευς, δεν είναι η Κρήτη, αλλ’ η περιοχή ακριβώς της Αρκαδίας, που λέγεται «Κρητέα».
Κατά την παράδοση των Αρκάδων η Ρέα τον εγέννησε στην Αρκαδία (Παυσανίας, Αρκαδικά παρ. 38, 6) και (Ορφικά, Ύμνος Διός υπό Καλλιμάχου). Αντιθέτως, ισχυρίζονται, οι Κρήτες δείχνουν και τάφον του Διός εις την Κρήτην, που σημαίνει ότι δεν επίστευαν ότι ήταν Θεός, αφού τον θεωρούσαν και ως αποθα-
νόντα!
Τον Λυκάονα διεδέχθη ο υιός του Νύκτιμος, ως βασιλεύς των Πελασγών και αυτόν ο ΑΡΚΑΣ, ο οποίος ήτο υιός της Καλλιστούς -κόρης του Λυκάονος- και του Διός κατά την παράδοση και από το όνομά του η Πελασγία απεκλήθη ΑΡΚΑΔΙΑ.
Πρώτος ο Αρκάς εδίδαξε τους ανθρώπους να καλλιεργούν τον σίτον, καθ’ υπόδειξιν του Τριπτολέμου, να παρασκευάζουν άρτον, να γνέθουν το μαλλί και να υφαίνουν τις ενδυμασίες τους, ενώ προηγουμένως περιεβάλλοντο με δοράς (δέρματα) ζώων (Παυσανίας, Αρκαδικά παρ. 1,6 και παρ. 4,2 – 4).
Οι Αρκάδες μετανάστευσαν σε διάφορα μέρη λόγω του ότι οι χαμηλότερες περιοχές της χώρας και ευφορώτερες κατεκλύσθησαν από την θάλασσα. Αναφέρωνται αποικίες τους εις όλας τας περιοχάς της Μεσογείου, του Ευξείνου Πόντου και φυσικά της κυρίως Ελλάδος.
Αρκάς ήτο ο Εύανδρος εκ Παλλαντίου Αρκαδίας, ο δημιουργήσας την πόλιν της Ρώμης (Παλλατίνος λόφος).
Θα μιλήσουμε άλλη φορά για τον Ναό του Επικουρείου Απόλλωνος, το μεγαλύτερο και αρχαιότερο Θέατρο της Μεγαλουπόλεως, τα Αρχαία Θέατρα της Μαντινείας και του Ορχομενού και τον ναό της Αλέας Αθηνάς, προσέτι δε και για το
Αρχαίον Θέατρον της Τεγέας, που έκτισαν επάνω του τον ναό της Παναγίας.
Τελειώνω με λίγους -θεϊκούς- στίχους της ποιητρίας Θηρεσίας Κοντογιάννη:
Βυθίστηκα στην Υπερψυχή Σου Αρκαδία
περπάτησα πάνω στα ίδια αχνάρια
από τα πρώτα, τα Αρχετυπικά,
μέχρι τα τελευταία,
τα «βαριά», τα «θωρακισμένα»
σε σόλες πλαστικές
σε φόρμες «Ευρωπαϊκές».
Αρκαδία Ψυχή μου,
σε ποιες Σφαίρες του Ναού
διακινούνται οι κρατούντες;
Στις Λίμνες των Στοιχειών;
στις κρύπτες των Σκοτεινών Δαιμόνων;
ή στα βασίλεια των «κλιφόθ»;
Πώς να αισθανθούν τους Αρχαγγέλους;
Μάννα – Αρκαδία
Ανέγγιχτοι οι Ορίζοντές σου,
εκτείνονται -τεράστιες αποστάσεις-
απ’ το Φλοιό της Μνήμης μου.
Κάθε μου Μόριο
Κινούμενο Σύμπαν,
κι οι μαύρες τρύπες
αναβλύζουν χαρές
στις ευαίσθητες ισορροπίες μου,
όταν η Ευλογία Σου δεν απουσιάζει.
Εγώ είμαι Εσύ Αρκαδία.
Γιατί βρίσκεσαι Μέσα μου.
Λιτή, σαν τους κάμπους
και Διάφανη,
σαν τα Αμόλυντα ποτάμια Σου!
Όρθια και Αγέρωχη, Άνεμος και Κύμα,
Κυλάς στο Είναι μου!
Αρκαδία.
Κόρη του Θεού.
Πώς δεν κατάλαβα, ΠΟΙΑ ΜΑΝΝΑ ΕΧΩ;
Εγώ είμαι Εσύ Αρκαδία.
Σε μία αγκαλιά η Αρμονία της Ζωής μου,
Πνεύμα και Σώμα στην Απόλαυση,
δίχως Θεμελιακούς διαχωρισμούς
στα συστατικά του Ανθρωπισμού μου.
Αταλάντευτο,
Αιώνιο Πνεύμα της Αρκαδίας,
Ανεξίτηλο σημάδι,
στα ορθάνοιχτα μάτια μου,
Επιστροφή στην Δόξα, στην Τιμή,
Αιώνιο κληροδότημα του Χρόνου,
Μνημείο στην Ανθρώπινη Πίστη.
ΑΡΚΑΔΙΑ, ΜΑΝΝΑ!
«Αντίθεον δε Πελασγικόν εν υψικόμοισιν όρεσσι γαία μέλαιν’ ανέδωκεν, ίνα θνητόν γένος είη», δηλ. εις τας υψηλάς
δασώδεις κορυφάς των ορέων η μαύρη γη εγέννησε το ισόθεον Πελασγικόν φύλον, διά να γίνη θνητόν γένος (ανθρώπων). [Παυσανίας Αρκαδικά παρ. 1,5].
Με άλλας λέξεις οι Αρκάδες ήσαν «γέννημα θρέμμα» της γης των δηλαδή γηγενείς αυτόχθονες χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν.
Ο Παυσανίας, διαμείνας επί τριετίαν εις την Αρκαδίαν (πρώην Πελασγία), εκ πληροφοριών και παραδόσεων τας οποίας συνέλεξεν, κατέδειξεν το πανάρχαιον της υπάρξεως των Πελασγών και ότι ο Πελασγός εδίδαξε τους ανθρώπους να κατασκευάζουν καλύβας (προηγουμένως ζούσαν σε σπήλαια) και να φορούν χιτώνες από δέρματα ζώων διά την προστασίαν των από τας ποικίλας ατμοσφαιρικάς συνθήκας. Επειδή οι άνθρωποι παλαιότερον ετρέφοντο με χλωρά φύλλα και ρίζες δένδρων και φυτών, ο Πελασγός τους υπέδειξε να τρέφωνται και με βαλάνους δρυός (βελανίδια), που υπήρχαν άφθονα στα δάση της Αρκαδίας, διά τούτο οι πανάρχαιοι Αρκάδες ελέγοντο και βαλανηφάγοι. Η συνήθεια αυτή άλλως τε υπάρχει και σήμερα σε ωρισμένα ορεινά χωριά της Αρκαδίας, όπου τα ώριμα βελανίδια ψήνονται στα κάρβουνα και τρώγονται όπως τα κάστανα.
Απ’ αυτή τη δίαιτα των παναρχαίων Αρκάδων η Πυθία των Δελφών απέτρεψε τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι προητοιμάζοντο να επιτεθούν κατά των Αρκάδων, λέγοντάς τους ότι αυτοί είναι λιτοδίαιτοι και ανδρείοικαι δεν θα κατανικηθούν εύκολα.
Και καλά να έχης αντιπάλους τους γενναίους Λακεδαιμονίους, αλλά να σε σχολιάζουν δυσμενώς οι Ηλείοι από τα πεδινά και παραθαλάσσια, χαρακτηρίζοντάς σε βαλανηφάγο (πένητα), τραγοσκελή (από τον θεό Πάνα) και φθειροπώγωνα (έχοντα ψείρες στο μούσι από την απλυσία) πάει πάρα πολύ!
Υιός του Πελασγού ήτο ο Λυκάων, ο οποίος απέκτησεν τρία τέκνα, εκ των οποίων την ωραιοτάτη Καλλιστώ ερωτεύτηκε ο Ζευς. Ο Λυκάων έκτισε την πόλη Λυκόσουρα στο όρος Λύκαιον, η οποία θεωρείται η αρχαιοτέρα γνωστή πόλις παγκοσμίως, καθώρισε την λατρεία του Λυκαίου Διός και διοργάνωσε τους αγώνες «Λύκαια», προς τιμήν του Θεού. (Λυκ = φως, Λύκαιον = το κατάφωτο βουνό, όπου άνθρωποι, ζώα και δένδρα δεν αφήνουν σκιά!, Λύκειον = το σχολείον, όπου παίρνεις το φως της γνώσεως).
Στο Λύκαιον όρος, η ψηλότερη κορφή του λέγεται και Όλυμπος!, ανετράφη ο Ζευς από τις νύμφες Θεισόα, Νέδα και Αγνώ. Στο Λύκαιον υπάρχει μία έκταση, που λέγεται «Κρητέα». Οι Αρκάδες λένε ότι η Κρήτη στην οποίαν ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ανατράφηκε ο Ζευς, δεν είναι η Κρήτη, αλλ’ η περιοχή ακριβώς της Αρκαδίας, που λέγεται «Κρητέα».
Κατά την παράδοση των Αρκάδων η Ρέα τον εγέννησε στην Αρκαδία (Παυσανίας, Αρκαδικά παρ. 38, 6) και (Ορφικά, Ύμνος Διός υπό Καλλιμάχου). Αντιθέτως, ισχυρίζονται, οι Κρήτες δείχνουν και τάφον του Διός εις την Κρήτην, που σημαίνει ότι δεν επίστευαν ότι ήταν Θεός, αφού τον θεωρούσαν και ως αποθα-
νόντα!
Τον Λυκάονα διεδέχθη ο υιός του Νύκτιμος, ως βασιλεύς των Πελασγών και αυτόν ο ΑΡΚΑΣ, ο οποίος ήτο υιός της Καλλιστούς -κόρης του Λυκάονος- και του Διός κατά την παράδοση και από το όνομά του η Πελασγία απεκλήθη ΑΡΚΑΔΙΑ.
Πρώτος ο Αρκάς εδίδαξε τους ανθρώπους να καλλιεργούν τον σίτον, καθ’ υπόδειξιν του Τριπτολέμου, να παρασκευάζουν άρτον, να γνέθουν το μαλλί και να υφαίνουν τις ενδυμασίες τους, ενώ προηγουμένως περιεβάλλοντο με δοράς (δέρματα) ζώων (Παυσανίας, Αρκαδικά παρ. 1,6 και παρ. 4,2 – 4).
Οι Αρκάδες μετανάστευσαν σε διάφορα μέρη λόγω του ότι οι χαμηλότερες περιοχές της χώρας και ευφορώτερες κατεκλύσθησαν από την θάλασσα. Αναφέρωνται αποικίες τους εις όλας τας περιοχάς της Μεσογείου, του Ευξείνου Πόντου και φυσικά της κυρίως Ελλάδος.
Αρκάς ήτο ο Εύανδρος εκ Παλλαντίου Αρκαδίας, ο δημιουργήσας την πόλιν της Ρώμης (Παλλατίνος λόφος).
Θα μιλήσουμε άλλη φορά για τον Ναό του Επικουρείου Απόλλωνος, το μεγαλύτερο και αρχαιότερο Θέατρο της Μεγαλουπόλεως, τα Αρχαία Θέατρα της Μαντινείας και του Ορχομενού και τον ναό της Αλέας Αθηνάς, προσέτι δε και για το
Αρχαίον Θέατρον της Τεγέας, που έκτισαν επάνω του τον ναό της Παναγίας.
Τελειώνω με λίγους -θεϊκούς- στίχους της ποιητρίας Θηρεσίας Κοντογιάννη:
Βυθίστηκα στην Υπερψυχή Σου Αρκαδία
περπάτησα πάνω στα ίδια αχνάρια
από τα πρώτα, τα Αρχετυπικά,
μέχρι τα τελευταία,
τα «βαριά», τα «θωρακισμένα»
σε σόλες πλαστικές
σε φόρμες «Ευρωπαϊκές».
Αρκαδία Ψυχή μου,
σε ποιες Σφαίρες του Ναού
διακινούνται οι κρατούντες;
Στις Λίμνες των Στοιχειών;
στις κρύπτες των Σκοτεινών Δαιμόνων;
ή στα βασίλεια των «κλιφόθ»;
Πώς να αισθανθούν τους Αρχαγγέλους;
Μάννα – Αρκαδία
Ανέγγιχτοι οι Ορίζοντές σου,
εκτείνονται -τεράστιες αποστάσεις-
απ’ το Φλοιό της Μνήμης μου.
Κάθε μου Μόριο
Κινούμενο Σύμπαν,
κι οι μαύρες τρύπες
αναβλύζουν χαρές
στις ευαίσθητες ισορροπίες μου,
όταν η Ευλογία Σου δεν απουσιάζει.
Εγώ είμαι Εσύ Αρκαδία.
Γιατί βρίσκεσαι Μέσα μου.
Λιτή, σαν τους κάμπους
και Διάφανη,
σαν τα Αμόλυντα ποτάμια Σου!
Όρθια και Αγέρωχη, Άνεμος και Κύμα,
Κυλάς στο Είναι μου!
Αρκαδία.
Κόρη του Θεού.
Πώς δεν κατάλαβα, ΠΟΙΑ ΜΑΝΝΑ ΕΧΩ;
Εγώ είμαι Εσύ Αρκαδία.
Σε μία αγκαλιά η Αρμονία της Ζωής μου,
Πνεύμα και Σώμα στην Απόλαυση,
δίχως Θεμελιακούς διαχωρισμούς
στα συστατικά του Ανθρωπισμού μου.
Αταλάντευτο,
Αιώνιο Πνεύμα της Αρκαδίας,
Ανεξίτηλο σημάδι,
στα ορθάνοιχτα μάτια μου,
Επιστροφή στην Δόξα, στην Τιμή,
Αιώνιο κληροδότημα του Χρόνου,
Μνημείο στην Ανθρώπινη Πίστη.
ΑΡΚΑΔΙΑ, ΜΑΝΝΑ!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου