Εντυπωσιακά
εργαλεία της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, ανάμεσά τους ένα εργαλείο από
κέρατο ελαφοειδούς με αμβλύ σχετικά άκρο διακοσμημένο με εγχάρακτες,
τεθλασμένες γραμμές, οστέινους οπείς (εργαλεία για τη διάνοιξη οπών σε
δέρματα), ένα δόντι αρκούδας, καθώς και έναν μικρό φούρνο και σπόρους
δημητριακών, βρήκαν και έφεραν στο φως αρχαιολόγοι στο σπήλαιο
Καταρράκτες στο Σιδηρόκαστρο Σερρών.
Εντοπισμένο και χαρτογραφημένο από το 2004 το σπήλαιο Καταρράκτες βρίσκεται σε μια απόκρημνη περιοχή, κοντά σε καταρράκτες, από τους οποίους πήρε το όνομά του και η ανασκαφή αποκάλυψε ότι υπήρχε εγκατάσταση της Νεότερης Νεολιθικής Εποχής ΙΙ (τέλη 5ης χιλιετίας) και κατοίκησή του, όπως δείχνουν τα οικιστικά κατάλοιπα, από τις αρχές της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (τέλη 4ης χιλιετίας-2.600 π.Χ.).
Τα αποτελέσματα της ανασκαφής παρουσιάζει σήμερα ο αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας, που έχει έδρα στην Κατερίνη, Μιλτιάδης Μυτελέτσης, στην ημερίδα που διοργανώνεται στη Θεσσαλονίκη για τα 10 χρόνια της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας Βόρειας Ελλάδας.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του κ. Μυτελέτση, το σπήλαιο Καταρράκτες είναι ένας εντυπωσιακός και σύνθετος γεωλογικός σχηματισμός, που περιλαμβάνει μια μεγάλων διαστάσεων βραχοσκεπή και δύο ανισομεγέθη έγκοιλα. Η έρευνα εστίασε σε τρεις προϊστορικές φάσεις εγκατάστασης, δύο της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και μία της Νεότερης Νεολιθικής Εποχής.
Τα μοναδικά κατάλοιπα των ιστορικών χρόνων είναι λάκκοι, οι οποίοι διανοίχθηκαν για την πάκτωση πίθων, αγγεία που προορίζονταν για αποθηκευτική χρήση, ενώ η κεραμική αφορά κυρίως σε θραύσματα πίθων, αμφορέων και με μικρότερη εκπροσώπηση θραύσματα πινακίων, σκύφων, μυροδοχείων, ασκών που στη συντριπτική τους πλειονότητα χρονολογούνται στον 2ο αι. π.Χ.
«Ηταν ένα προστατευμένο περιβάλλον που πρόσφερε ασφάλεια στους ενοίκους. Το φιλόξενο περιβάλλον του σπηλαίου χρησιμοποιήθηκε συστηματικά από τον άνθρωπο σε περιόδους της προϊστορίας, ακολουθώντας μια γενικευμένη τάση χρήσης των σπηλαίων στην περιοχή αυτή της βαλκανικής χερσονήσου», αναφέρει ο κ. Μυτελέτσης.
Κτίσμα
Η βραχοσκεπή ήταν μεγάλη και έτσι οι άνθρωποι εκμεταλλεύτηκαν το άνοιγμα και έστησαν εκεί τα νοικοκυριά τους. Στο νότιο και καλύτερα προστατευμένο μέρος της βρέθηκε τμήμα μεγάλου κτίσματος, ενώ ένα επίσης μεγάλο κτίσμα εντοπίστηκε στο μέσο της εισόδου της βραχοσκεπής.
Η κεραμική στα δύο αυτά κτίσματα περιλαμβάνει κυρίως πιθοειδή αγγεία, φιάλες, κύπελλα και πρόχους και με βάση τα τυπολογικά χαρακτηριστικά και τη διακόσμηση χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ΙΙ.
Σε βάθος περίπου μισού μέτρου από την επιφάνεια εντοπίστηκαν κατάλοιπα από πρωιμότερη φάση κατοίκησης και αποκαλύφτηκαν κατόψεις τριών κτισμάτων. Τα δάπεδα και στα τρία κτίσματα κατασκευάστηκαν από πηλόχωμα και η ανωδομή διαμορφώθηκε από πασσαλόπηκτους καμπυλόγραμμους τοίχους με προσθετική τεχνική, μια πρακτική γνωστή ήδη από νεολιθικές θέσεις της Μακεδονίας.
Σε ένα από τα κτίσματα αυτά βρέθηκαν τέσσερις λάκκοι και μεγάλη ποσότητα απανθρακωμένων σπόρων δημητριακών, πιθανόν σιτάρι και σε ένα άλλο μεγάλος αριθμός διατρητικών εργαλείων καθώς και ένα δόντι αρκούδας, που δεν αποκλείεται να χρησιμοποιούνταν ως… κόσμημα.
Στην ίδια φάση κατοίκησης εντάσσεται και ένα τμήμα κτίσματος στα βορειοανατολικά, στο οποίο αποκαλύφθηκε πήλινο δάπεδο με πασσαλότρυπες, μία πήλινη πλατφόρμα και ένας ελλειψοειδής μικρός φούρνος (ιπνός).
Στην κεραμική κυριαρχεί το σχήμα της φιάλης με ποικιλία ως προς την τυπολογία και τη χωρητικότητα, ενώ ο μεγαλύτερος αριθμός των αγγείων παραμένει ακόσμητος.
Σε όσα πάντως υπάρχει διακόσμηση, σε αυτήν υπερτερούν οι ρυτιδώσεις και οι αυλακώσεις, σπανιότερα οι εγχαράξεις. Η καταστροφή σε αυτή τη φάση της εγκατάστασης προήλθε από πυρκαγιά και συνοδεύτηκε από κατακρημνίσεις της βραχοσκεπής, όπως μαρτυρά ο σωρός των σπασμένων κομματιών από μάρμαρα και πέτρες.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του κ. Μυτελέτση, υπάρχει ακόμη μία πρωιμότερη φάση και, όπως προκύπτει από τα θραύσματα μεγάλου ανοιχτού αγγείου, τοποθετείται στη Νεότερη Νεολιθική Περίοδο ΙΙ (τέλη 5ης χιλιετίας π.Χ.).
Εντοπισμένο και χαρτογραφημένο από το 2004 το σπήλαιο Καταρράκτες βρίσκεται σε μια απόκρημνη περιοχή, κοντά σε καταρράκτες, από τους οποίους πήρε το όνομά του και η ανασκαφή αποκάλυψε ότι υπήρχε εγκατάσταση της Νεότερης Νεολιθικής Εποχής ΙΙ (τέλη 5ης χιλιετίας) και κατοίκησή του, όπως δείχνουν τα οικιστικά κατάλοιπα, από τις αρχές της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (τέλη 4ης χιλιετίας-2.600 π.Χ.).
Τα αποτελέσματα της ανασκαφής παρουσιάζει σήμερα ο αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πιερίας, που έχει έδρα στην Κατερίνη, Μιλτιάδης Μυτελέτσης, στην ημερίδα που διοργανώνεται στη Θεσσαλονίκη για τα 10 χρόνια της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας Βόρειας Ελλάδας.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του κ. Μυτελέτση, το σπήλαιο Καταρράκτες είναι ένας εντυπωσιακός και σύνθετος γεωλογικός σχηματισμός, που περιλαμβάνει μια μεγάλων διαστάσεων βραχοσκεπή και δύο ανισομεγέθη έγκοιλα. Η έρευνα εστίασε σε τρεις προϊστορικές φάσεις εγκατάστασης, δύο της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και μία της Νεότερης Νεολιθικής Εποχής.
Τα μοναδικά κατάλοιπα των ιστορικών χρόνων είναι λάκκοι, οι οποίοι διανοίχθηκαν για την πάκτωση πίθων, αγγεία που προορίζονταν για αποθηκευτική χρήση, ενώ η κεραμική αφορά κυρίως σε θραύσματα πίθων, αμφορέων και με μικρότερη εκπροσώπηση θραύσματα πινακίων, σκύφων, μυροδοχείων, ασκών που στη συντριπτική τους πλειονότητα χρονολογούνται στον 2ο αι. π.Χ.
«Ηταν ένα προστατευμένο περιβάλλον που πρόσφερε ασφάλεια στους ενοίκους. Το φιλόξενο περιβάλλον του σπηλαίου χρησιμοποιήθηκε συστηματικά από τον άνθρωπο σε περιόδους της προϊστορίας, ακολουθώντας μια γενικευμένη τάση χρήσης των σπηλαίων στην περιοχή αυτή της βαλκανικής χερσονήσου», αναφέρει ο κ. Μυτελέτσης.
Κτίσμα
Η βραχοσκεπή ήταν μεγάλη και έτσι οι άνθρωποι εκμεταλλεύτηκαν το άνοιγμα και έστησαν εκεί τα νοικοκυριά τους. Στο νότιο και καλύτερα προστατευμένο μέρος της βρέθηκε τμήμα μεγάλου κτίσματος, ενώ ένα επίσης μεγάλο κτίσμα εντοπίστηκε στο μέσο της εισόδου της βραχοσκεπής.
Η κεραμική στα δύο αυτά κτίσματα περιλαμβάνει κυρίως πιθοειδή αγγεία, φιάλες, κύπελλα και πρόχους και με βάση τα τυπολογικά χαρακτηριστικά και τη διακόσμηση χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ΙΙ.
Σε βάθος περίπου μισού μέτρου από την επιφάνεια εντοπίστηκαν κατάλοιπα από πρωιμότερη φάση κατοίκησης και αποκαλύφτηκαν κατόψεις τριών κτισμάτων. Τα δάπεδα και στα τρία κτίσματα κατασκευάστηκαν από πηλόχωμα και η ανωδομή διαμορφώθηκε από πασσαλόπηκτους καμπυλόγραμμους τοίχους με προσθετική τεχνική, μια πρακτική γνωστή ήδη από νεολιθικές θέσεις της Μακεδονίας.
Σε ένα από τα κτίσματα αυτά βρέθηκαν τέσσερις λάκκοι και μεγάλη ποσότητα απανθρακωμένων σπόρων δημητριακών, πιθανόν σιτάρι και σε ένα άλλο μεγάλος αριθμός διατρητικών εργαλείων καθώς και ένα δόντι αρκούδας, που δεν αποκλείεται να χρησιμοποιούνταν ως… κόσμημα.
Στην ίδια φάση κατοίκησης εντάσσεται και ένα τμήμα κτίσματος στα βορειοανατολικά, στο οποίο αποκαλύφθηκε πήλινο δάπεδο με πασσαλότρυπες, μία πήλινη πλατφόρμα και ένας ελλειψοειδής μικρός φούρνος (ιπνός).
Στην κεραμική κυριαρχεί το σχήμα της φιάλης με ποικιλία ως προς την τυπολογία και τη χωρητικότητα, ενώ ο μεγαλύτερος αριθμός των αγγείων παραμένει ακόσμητος.
Σε όσα πάντως υπάρχει διακόσμηση, σε αυτήν υπερτερούν οι ρυτιδώσεις και οι αυλακώσεις, σπανιότερα οι εγχαράξεις. Η καταστροφή σε αυτή τη φάση της εγκατάστασης προήλθε από πυρκαγιά και συνοδεύτηκε από κατακρημνίσεις της βραχοσκεπής, όπως μαρτυρά ο σωρός των σπασμένων κομματιών από μάρμαρα και πέτρες.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του κ. Μυτελέτση, υπάρχει ακόμη μία πρωιμότερη φάση και, όπως προκύπτει από τα θραύσματα μεγάλου ανοιχτού αγγείου, τοποθετείται στη Νεότερη Νεολιθική Περίοδο ΙΙ (τέλη 5ης χιλιετίας π.Χ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου